Σκοπός της διατριβής ήταν η διερεύνηση της σύστασης του κυτταρικού μικροπεριβάλλοντος των δερματικών διηθητικών εστιών της σπογγοειδούς μυκητίασης, η ταυτοποίηση των Τ-κυτταρικών και λοιπών υποπληθυσμών με την χρήση διαφόρων ανοσοϊστοχημικών δεικτών, καθώς και η δυνητική συσχέτιση των ευρημάτων με κλινικοεργαστηριακές παραμέτρους. Το δείγμα του υλικού αποτέλεσαν 50 περιπτώσεις ασθενών με σπογγοειδή μυκητίαση, περιλαμβανομένων συνολικά 56 δερματικών βιοψιών. Στο σύνολο σχεδόν των περιστατικών διενεργήθηκαν οι ανοσοχρώσεις για τους εξής δείκτες: CD2, CD3, CD4, CD5, CD7, CD8, CD20, CD25, CD30, CD45RA, CD45RO, CD56, CD68, CD99, CD1a, FOXP3, TOX1. Παρατηρήθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ του αριθμού των ηωσινόφιλων πολυμορφοπύρηνων λευκοκυττάρων και της εξέλιξης των δερματικών εκδηλώσεων, καθώς και του κλινικού σταδίου. Η παρουσία FOXP3+ κυττάρων στο χόριο και σε ποσοστό 10-25% ήταν η πιο συχνά παρατηρούμενη ανεξαρτήτως σταδίου, ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό FOXP3+ κυττάρων παρατηρήθηκε σε δείγματα πλακών, χωρίς όμως να υπάρχει στατιστικώς σημαντική συσχέτιση με στάδιο ή πρόγνωση. Επιπλέον, δεν ανευρέθηκε σημαντική διαφορά μεταξύ βλαβών κηλίδας και πλάκας. Η παρουσία ενδοεπιδερμιδικών FOXP3+ κυττάρων ήταν σπάνια. Η ένταση της ανοσοθετικότητας του TOX1 στα λεμφοκύτταρα ήταν μέτρια έως έντονη. Σε όλα τα δείγματα όγκων ανευρέθηκε αυξημένη παρουσία ΤΟΧ1+ κυττάρων του χορίου. Τα CD25+ κύτταρα ήταν γενικώς ολιγάριθμα σε χόριο και επιδερμίδα, με σχετική ισοκατανομή στις κλινικές υποομάδες. Οι CD8+ περιπτώσεις έχουν κατά βάσιν όμοια κλινική συμπεριφορά και πρόγνωση με τις CD4+ και δεν θα πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστή οντότητα. Η βιβλιογραφικώς αναφερόμενη σημαντική αύξηση του λόγου CD4:CD8 δεν παρατηρείται πάντοτε, με ευρήματα που υποδηλώνουν ακόμη περισσότερο την δυσχέρεια της διαφορικής διάγνωσης πρώιμης νόσου με φλεγμονώδεις δερματοπάθειες. Η αξιολόγηση του λόγου CD4:CD8 δύναται να είναι αμφισβητήσιμη και απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή, λαμβάνοντας υπόψιν ότι τα κύτταρα μονοκυτταρικής προέλευσης είναι εν δυνάμει CD4+. Προτείνεται ως ασφαλέστερη προσέγγιση του καθορισμού της αναλογίας των Τ-κυτταρικών υποπληθυσμών η χρήση του λόγου CD3:CD8. Η διατήρηση έκφρασης CD2 στον μεγαλύτερο βαθμό συγκριτικώς με άλλους δείκτες ανεξαρτήτως σταδίου, οι συχνότερες απώλειες των CD7 και CD45RO και η ανεύρεση υψηλού ποσοστού ανοσοφαινοτυπικής απόκλισης σε βλάβες πλακών αποτελούν ευρήματα που γενικώς συμβαδίζουν με την βιβλιογραφία. Ο νεοπλασματικός λεμφοκυτταρικός πληθυσμός μάλλον δεν προέρχεται από τα T-ρυθμιστικά κύτταρα. Τα σπανίως παρατηρηθέντα CD25+/FOXP3+ ενδοεπιδερμιδικά λεμφοκύτταρα φαίνεται να είναι συνοδευτικά κύτταρα του ρεπερτορίου της ανοσοαπάντησης. Τα άπαξ παρατηρηθέντα, σε φωλεές Darier (μικροαποστημάτια Pautrier) συμμετέχοντα, άτυπα λεμφοειδή FOXP3+ κύτταρα επιπλέκουν την ανοσοφαινοτυπική εικόνα και γεννούν αναπάντητα ερωτηματικά. Επιβεβαιώθηκε η προσφάτως αναφερθείσα παρουσία του γονιδίου TOX1 ως το πιο ενισχυμένο σε βλάβες πρώιμης νόσου, επισημαίνοντας ότι σε αμφισβητούμενες περιπτώσεις ο ανοσοϊστοχημικός δείκτης αυτός δύναται να συνεισφέρει στην διάγνωση πρώιμης ή μη σπογγοειδούς μυκητίασης, εφόσον αναδειχθεί με μέτρια/έντονη πυρηνική θετικότητα στα λεμφοειδή κύτταρα. Το εύρημα των σπανίων ηωσινόφιλων στα αρχικά στάδια αποτελεί ενδεχομένως ένα αναξιοποίητο επιπλέον κριτήριο και θα μπορούσε να συνεκτιμάται με την απώλεια έκφρασης Τ-δεικτών, την γραμμοειδή διήθηση στο χοριοεπιδερμιδικό όριο, την παρουσία φωλεών Darier και την έντονη ανοσοθετικότητα ΤΟΧ1 στην διαφορική διάγνωση οριακών περιπτώσεων και την διάκριση πρώιμης νόσου από αντιδραστικές αλλοιώσεις.