Η βραδυκινίνη έχει αποδειχτεί ότι συμβάλλει ενεργά στην εκδήλωση της αλλεργικής φλεγμονώδους αντίδρασης και στην παθογένεια των αλλεργικών καταστάσεων. Μέσω της ενεργοποίησης των δύο υποδοχέων της B2R και B1R(μετά τη μετατροπή της σε Des-Arg9-βραδυκινίνη) εξασκεί τις βιολογικές της δράσεις όπως τη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, την αύξηση της αγγειακής διαπερατότητας και την διαμεσολάβηση των κλασσικών συμπτωμάτων της φλεγμονής, την αγγειοδιαστολή, την ερυθρότητα, την τοπική αύξηση θερμοκρασίας, το οίδημα και τον πόνο. Παράλληλα, η ενεργοποίηση του υποδοχέα της ισταμίνης H1R αποτελεί σήμα κατατεθέν της αλλεργικής αντίδρασης , ενώ σε παλιότερες εργασίες έχει αναφερθεί η πιθανή λειτουργική αλληλεπίδραση των H1R με τους υποδοχείς της βραδυκινίνης κατά τη φλεγμονώδη απόκριση. Στα παραπάνω και ιδιαίτερα κατά την οξεία φάση της αναφυλακτικής αντίδρασης, προστίθεται και ο ρόλος του TNF-α, η ακριβής σχέση του οποίου τόσο ως προς δράση της ισταμίνης, όσο και αυτήν της βραδυκινίνης παραμένουν αδιευκρίνιστες. Σκοπός της παρούσας διατριβής ήταν η διερεύνηση της έκφρασης των B1R, B2R, Η1R, και TNF-α, αρχικά μετά από την πρόκληση άσηπτης φλεγμονής ύστερα από την εξωγενή χορήγηση ισταμίνης και εν συνεχεία μετά από τη χορήγηση ενός αντιισταμινικού 2ης γενιάς, της ρουπαταδίνης ή του αντι-TNF-α παράγοντα, ινφλιξιμάβη. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιήθηκαν ενήλικες επίμυες της φυλής Wistar, και η πρόκληση οιδήματος έγινε με ενδοπελματιαία έγχυση υδατικού διαλύματος υδροχλωρικής ισταμίνης, ενώ το ετερόπλευρο πέλμα στο οποίο έγινε υποδόρια ένεση φυσιολογικού ορού αποτελούσε την ομάδα ελέγχου. Στις υπόλοιπες πειραματικές ομάδες χορηγήθηκαν μία ώρα πριν τη χορήγηση της ισταμίνης, ενδοπεριτοναϊκά ρουπαταδίνη (αναστολέας του H1R και του PAFR) ή/και ινφλιξιμάβη (παράγοντας αντι-TNF-α). Η καταμέτρηση του οιδήματος έγινε με το πληθυσμόμετρο. Η έκφραση των B1R, B2R, H1R και TNF-α διερευνήθηκε τόσο μέσω της ποσοτικοποίησης με τη συμβατική PCR, όσο και μέσω της PCR πραγματικού χρόνου. Παράλληλα μελετήθηκαν η επίδραση της ινφλιξιμάβης και της ρουπαταδίνης στην επαγωγή της έκφρασης των παραπάνω γονιδίων από την ισταμίνη. Η ενδεχόμενη προκαλούμενη κυτταρική χημειοταξία από την ισταμίνη στους ιστούς εξετάστηκε στο ηλεκτρονικό μικροσκόπιο μετά από χρώση των ιστών των πελμάτων με αιματοξυλλίνη-ηωσίνη. Η ενδοπελματιαία ένεση ισταμίνης είχε ως αποτέλεσμα την επαγωγή της έκφρασης των γονιδίων των TNF-α, H1R και B2R, αλλά όχι και του B1R κατά την 3η ώρα μετά τη χορήγηση του σκευάσματος. Η επαγωγή της έκφρασης των παραπάνω γονιδίων δε συνοδευόταν από αύξηση στη συγκέντρωση των ουδετερόφιλων πολυμορφοπύρηνων ή μαστοκυττάρων στους ιστούς αυτούς. Η χορήγηση της ινφλιξιμάβης κατάφερε να αναστείλει την επαγωγή της έκφρασης του TNF- α, ενώ η ρουπαταδίνη κατέστειλε την παρατηρούμενη αυξηση στην έκφραση των B2R και H1R. Και τα δύο φάρμακα κατάφεραν επίσης να καταστείλουν το ισταμινο-επαγόμενο οίδημα. Συμπερασματικά και με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, φαίνεται ότι η ισταμίνη, εκτός από την οιδηματογόνο δράση που εμφανίζει, μέσω του υποδοχέα της H1R, αλληλεπιδρά λειτουργικά τόσο με τον TNF-α, όσο και με το σύστημα της βραδυκινίνης, μέσω του υποδοχέα B2R.