Στην παρούσα διατριβή εξετάζεται, γενικά, το φαινόμενο του «ρεαλισμού» στην ευριπίδεια δραματουργία και, ειδικότερα, οι εκφάνσεις του που σχετίζονται με τον καθημερινό, ιδιωτικό βίο των δραματικών προσώπων. Το υλικό της θεώρησης περιλαμβάνει μοτίβα που αποδίδονται με τον αριστοφανικό όρο «οικεία πράγματα» (Βάτραχοι, 959), καθώς κοινός παρονομαστής της θεματικής τους είναι ο άμεσος συσχετισμός με την οικιακή ζωή, τις οικοκυρικές δραστηριότητες και τις οικείες βιοτικές εμπειρίες. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο καθορίζεται το θεωρητικό πλαίσιο της μελέτης και τίθενται με γενικό τρόπο οι βάσεις του προβληματισμού της έρευνας. Το περιεχόμενο της διατριβής διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια, στο καθένα από τα οποία εξετάζεται και μια διαφορετική θεματική κατηγορία «οικείων πραγμάτων». Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται μοτίβα σχετικά με την δραματική και σκηνική παρουσία παιδιών, καθώς και το μοτίβο της “παιδικότητας”, δηλαδή των τρόπων απεικόνισης της παιδικής συμπεριφοράς. Στο δεύτερο κεφάλαιο η μελέτη εστιάζεται σε μοτίβα σχετικά με το έργο της βρεφοκομίας με έμφαση στον συναισθηματικό αντίκτυπο που έχει η ανατροφή του βρέφους στο πρόσωπο της (ή του) τροφού. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται μοτίβα που σχετίζονται με ένα ευρύ φάσμα καθημερινών οικοκυρικών δραστηριοτήτων χειρωνακτικής φύσεως που εκτελούνται σκηνικά από κύρια πρόσωπα του δράματος. Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται το μοτίβο της πενίας και της βιοτικής εξαχρείωσης του τραγικού προσώπου στις διάφορες εκφάνσεις του (τ.ε. φυσική, κοινωνική, οικονομική και ηθική). Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται το μοτίβο του συμποσίου, οι δραστηριότητες που σχετίζονται με την εθιμοτυπία της εστιάσεως και της οινοποσίας. Στα παραπάνω κεφάλαια η θεώρηση επιχειρεί να καταδείξει την δραματική σημασία που προσλαμβάνει ο “βιοτικός ρεαλισμός” και τις σύνθετες λειτουργίες που επιτελεί στην δραματική οικονομία του έργου. Σε κάθε κεφάλαιο η θεώρηση του υλικού ακολουθεί την μέθοδο της συγκριτικής ανάλυσης. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση τα ευριπίδεια δείγματα αντιπαραβάλλονται με παράλληλα από τα ομηρικά έπη, την τραγωδία του Αισχύλου και του Σοφοκλή, και τα κωμικά είδη (σατυρικό δράμα, αριστοφανική κωμωδία και μετακλασική κωμωδία). Τα πολλαπλά παράλληλα πεδία και η ετεροχρονική και συγχρονική βάση της σύγκρισης, καθιστούν ευχερέστερο τον εντοπισμό διαφορών και ομοιοτήτων ως προς τους τρόπους πραγμάτευσης του βιοτικού ρεαλισμού, αναδεικνύοντας εναργέστερα την τεχνοτροπική ιδιοσυγκρασία του Ευριπίδη. Τα γενικά πορίσματα της έρευνας μπορούν να συνοψιστούν στα εξής σημεία. Η ένταξη «οικείων πραγμάτων» στην σύσταση του τραγικού μύθου και η σκηνική διαχείρισή τους αποτελούν δραματική καινοτομία του Ευριπίδη. Η επιλογή ωστόσο της θεματολογίας και οι τεχνικές πραγμάτευσης διαθέτουν παραδοσιακές λογοτεχνικές καταβολές, καθώς ακολουθούν κατά κανόνα τα πρότυπα της ομηρικής τεχνοτροπίας. Τα «οικεία πραγμάτα» αποτελούν οργανικά συστατικά του τραγικού μύθου με συμβολικό νόημα και έντονο συναισθηματικό φορτίο, στοιχεία που συντελούν στην ενίσχυση του τραγικού πάθους των δραματικών προσώπων, αίροντας την εντύπωση της ελαφρότητας και ασημαντότητας του περιεχομένου τους και ματαιώνοντας την προοπτική κωμικού αποτελέσματος.