Στο πλαίσιο της παρούσας Διατριβής εξετάζεται η συμπεριφορά φυσικών και τεχνητών ραδιονουκλιδίων στο χερσαίο περιβάλλον της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, γίνεται η ποσοτικοποίηση της διασποράς των ραδιονουκλιδίων στα συστατικά στοιχεία του οικοσυστήματος και η εκτίμηση των ραδιολογικών δόσεων στους εκτιθέμενους οργανισμούς μελέτης. Επιπλέον, πραγματοποιείται υπολογισμός των ραδιολογικών παραμέτρων που αντιπροσωπεύουν την συμπεριφορά των ραδιονουκλιδίων στο οικοσύστημα με την χρήση του λογισμικού ERICA Assessment Tool. Η παρούσα μελέτη πραγματοποιήθηκε μέσω της διεξαγωγής μετρήσεων ραδιενέργειας σε φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς και σε δείγματα χώματος, τα οποία συλλέχθηκαν από τις περιοχές βόσκησης των θηλαστικών, σχηματίζοντας με αυτό τον τρόπο μια απλή τροφική αλυσίδα, τυπική του χερσαίου – Μεσογειακού τύπου – οικοσυστήματος της χώρας. Τα δείγματα υπέστησαν την κατάλληλη επεξεργασία, προκειμένου να αποκτήσουν την απαραίτητη γεωμετρία, και ακολούθησε η μέτρηση της ενεργότητάς τους με την μέθοδο της γ-φασματομετρίας και την χρήση ανιχνευτών υπερ-καθαρού γερμανίου. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων χρησιμοποιήθηκαν για την εφαρμογή και προσαρμογή του ERICA Tool στις ιδιαιτερότητες του οικοσυστήματος μελέτης. Τα ραδιονουκλίδια που ανιχνεύτηκαν είναι φυσικής προέλευσης (K-40, Pb-212, Bi-214, Pb-214, Th-228, Ra-228, Th-232 και Ra-226), εναπομείναντα ραδιενεργά ίχνη από το ατύχημα του Chernobyl και την παγκόσμια επίπτωση (Cs-137) και ίχνη προερχόμενα από το ατύχημα στην Fukushima (Cs-137, Cs-134 και I-131). Τα αποτελέσματα των προσομοιώσεων και η λεπτομερής αξιολόγηση της επικινδυνότητας έδειξαν ότι δεν υπάρχει επίπτωση στους οργανισμούς και στο οικοσύστημα ύστερα από την έκθεση τους στην ιοντίζουσα ακτινοβολία. Σε κάθε περίπτωση, οι συγκεντρώσεις ενεργότητας και οι δόσεις που υπολογίστηκαν ήταν κατά πολύ χαμηλότερες των προτεινόμενων ορίων επικινδυνότητας, σε επίπεδο οργανισμού και οικοσυστήματος. Ωστόσο, προς το παρόν δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα σχετικά με την αξιολόγηση των επιπτώσεων της χαμηλού επιπέδου συνεχούς διάρκειας ιοντίζουσας ακτινοβολίας στα χαμηλότερα ταξινομικά επίπεδα. Η συγκριτική μελέτη των ραδιολογικών παραμέτρων υπέδειξε ότι υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ των τιμών της παρούσας εργασίας και των βιβλιογραφικών, αλλά δίνεται επαρκής αιτιολόγηση για αυτές τις διαφορές. Η χρήση του ERICA Tool ενδείκνυται για την αρχική αξιόπιστη εκτίμηση του ραδιολογικού κινδύνου και των ενδεχόμενων επιπτώσεων σε επίπεδο οικοσυστήματος. Επιπλέον, η χρήση του ενδείκνυται όταν δεν υπάρχουν μετρήσεις ενεργότητας σε οργανισμούς. Τα αποτελέσματα αυτής της εργασίας μπορούν να ενισχύσουν την προσαρμογή των λογισμικών υπολογισμού δόσεων σε μη-ανθρώπινους οργανισμούς σε ένα ευρύτερο φάσμα οργανισμών και να χρησιμεύσουν στην περεταίρω έρευνα της συμπεριφοράς των ραδιονουκλιδίων σε παρόμοια οικοσυστήματα ή σε οικοσυστήματα που δεν έχουν ακόμα μελετηθεί. Επιπλέον, μπορούν να συνεισφέρουν στην ενσωμάτωση αυτών των λογισμικών στην διαδικασία ανάπτυξης ενός ολοκληρωμένου συστήματος αξιολόγησης της ραδιολογικής επίπτωσης στο περιβάλλον.