Μαγνητοεγκεφαλoγραφικές καταγραφές μετρήθηκαν σε πέντε διαφορετικές καταστάσεις: χωρίς γευστικό ερέθισμα, με γλυκιά, πικρή, ξινή και αλμυρή γεύση. Είκοσι οκτώ υγιείς εθελοντές, 14 άντρες (μέση τιμή : 23.4±10.4 έτη) και 14 γυναίκες (μέση τιμή : 22.7±7.5 έτη), ηλικίας 12 έως 50 ετών, συμμετείχαν στη μελέτη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι, στην κατάσταση χωρίς γευστικό ερέθισμα, καθώς και στη γλυκιά και την πικρή γεύση, οι άντρες εθελοντές είχαν μεγαλύτερο αριθμό καναλιών χαμηλής συχνότητας από ότι υψηλής σε σχέση με αυτά των γυναικών. Για την ξινή γεύση, δεν υπήρχε καμία σαφής διαφοροποίηση μεταξύ των δύο φύλων. Για την αλμυρή γεύση, οι γυναίκες εθελόντριες είχαν μεγαλύτερο πλήθος καναλιών χαμηλής συχνότητας και δεν υπήρχε καμία σαφής διαφοροποίηση του αριθμού των υψηλών συχνοτήτων μεταξύ των δύο φύλων. Επίσης, Μαγνητοεγκεφαλογραφικές (ΜΕΓ) καταγραφές μετρήθηκαν για 25 υγιείς γυναίκες εθελόντριες, σε πέντε διαφορετικές καταστάσεις: χωρίς γευστικό ερέθισμα, με γλυκιά, πικρή, ξινή και αλμυρή γεύση. Οι εθελόντριες χωρίστηκαν σε δύο ομάδες, ανάλογα με την ηλικία: ομάδα Α (9-19 ετών, μέση τιμή : 17±3.2) και ομάδα B (20-30 ετών, μέση τιμή : 24±3.2). Παρατηρήθηκε μια αύξηση των χαμηλών συχνοτήτων (2 Hz) και μια μείωση των υψηλών συχνοτήτων (7 Hz) με την αύξηση της ηλικίας, σε όλες τις καταστάσεις. Συγκρίναμε κάθε κατάσταση των δύο ομάδων στις συχνότητες 2 και 7 Hz. Στατιστικά σημαντικές διαφορές βρέθηκαν στην κατάσταση χωρίς γευστικό ερέθισμα και στη γλυκιά γεύση στις συχνότητες των 2 Hz και 7 Hz όπως επίσης και στην αλμυρή γεύση στη συχνότητα των 7 Hz. Έγινε σύγκριση των 5 καταστάσεων της ομάδας Α με τις 5 καταστάσεις της ομάδας Β στις συχνότητες των 2 και 7 Hz. Τα αποτελέσματα δεν ήταν στατιστικά σημαντικά. Η διαφοροποίηση στη χωρική κατανομή των συχνοτήτων παρέχει νέες πληροφορίες σχετικά με την αναγνώριση της γεύσης στα δύο φύλα και την εξάρτηση της γεύση με την ηλικία.