Τo κινούμενο σχέδιο, επειδή παράγει ένα αποτέλεσμα οπτικά ελκυστικό και συχνά χιουμοριστικό και απευθύνεται σε θεατές από κάθε ηλικιακή ομάδα, αποτελεί μια καθολική οπτική γλώσσα η οποία είναι εύκολο να διαβαστεί από τον καθένα. Μέσα στην εξέλιξή του στο χρόνο από τα έργα των πρώτων ρομαντικών τολμηρών δημιουργών ως τις σύγχρονες δημιουργίες, με την βοήθεια της Ψηφιακής Τεχνολογίας, το κινούμενο σχέδιο κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο διαδεδομένα και αγαπητά είδη τέχνης. Χρησιμοποιώντας την υπερβολή και την εικόνα-σύμβολο, ψυχαγώγησε μικρούς και μεγάλους θεατές, έδωσε επιστημονικές πληροφορίες, κατέδειξε και κατήγγειλε κοινωνικά προβλήματα. Το κινούμενο σχέδιο, ιδιαίτερα δημοφιλές και οικείο στα παιδιά, κατέχει από τις πρώτες στιγμές της εμφάνισής του σημαντικό εκπαιδευτικό ρόλο στην σχολική τάξη και θεωρείται μία από τις βασικότερες εκδοχές της οπτικοακουστικής παιδείας. Στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον για την οπτικοακουστική παιδεία, το οποίο εκφράζεται μέσα από τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί. Εντούτοις, παρατηρείται ένα σημαντικό ερευνητικό κενό στην μελέτη της παραγωγής από τα ίδια τα παιδιά οπτικοακουστικού υλικού, κυρίως στην σχολική βαθμίδα του Νηπιαγωγείου. Η διατριβή που ακολουθεί επιχειρεί να διερευνήσει την ένταξη στον σχολικό χώρο του νηπιαγωγείου αυτού του είδους τέχνης μέσα από δύο οπτικές : Την χρήση του animation, και την δυνατότητα του να είναι ένα εργαλείο μάθησης για τα παιδιά, τα οποία μέσα σε ένα συγκεκριμένο παιδαγωγικό πλαίσιο γίνονται παραγωγοί μιας ταινίας animation.Την περίπτωση του animation ως ένα όχημα δημιουργικότητας για την συγκεκριμένη σχολική βαθμίδα. Συγκεκριμένα: Στην εισαγωγή περιλαμβάνεται η διατύπωση του προβλήματος, η αναγκαιότητα της έρευνας και ο σκοπός της έρευνας. Η διατριβή χωρίζεται σε δύο μέρη. Το πρώτο μέρος αποτελείται από την θεωρητική θεμελίωση. Σε αυτό περιλαμβάνονται τα πέντε πρώτα κεφάλαια της διδακτορικής διατριβής. Το πρώτο κεφάλαιο αναφέρεται στην τέχνη και την σχέση της με την εκπαίδευση, στους στόχους και το περιεχόμενο της εικαστικής αγωγής στο νηπιαγωγείο, καθώς και στις Νέες τεχνολογίες και τον ρόλο τους στην εκπαίδευση. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στην τέχνη του animation και περιλαμβάνει τον ορισμό του, κάποια ιστορικά στοιχεία, την θεωρητική προσέγγιση αυτού του είδους τέχνης, καθώς επίσης και τις τεχνικές του. Στο τρίτο κεφάλαιο της διατριβής γίνεται μια εκτενής αναφορά στο ρόλο του κινουμένου σχεδίου στην εκπαίδευση από την στιγμή που πρωτοεμφανίστηκε ως σήμερα, και μια προσέγγιση της παιδαγωγικής αξίας του κινουμένου σχεδίου μέσα από τις σημαντικότερες θεωρίες μάθησης. Το τέταρτο κεφάλαιο της διατριβής αναφέρεται στην δημιουργικότητα και την δημιουργική σκέψη, στους παράγοντες που την επηρεάζουν και στα εργαλεία μέτρησής της. Στο πέμπτο κεφάλαιο της διατριβής περιλαμβάνεται η βιβλιογραφική επισκόπηση και οι προηγούμενες έρευνες που έχουν γίνει με στόχο την διερεύνηση της αποτελεσματικότητας του κινουμένου σχεδίου στην μαθησιακή διαδικασία ως μαθησιακό εργαλείο που απευθύνεται στα παιδιά ή που παράγεται από τα ίδια. Το δεύτερο μέρος της διδακτορικής διατριβής περιέχει την έρευνα που έγινε σε μαθητές του νηπιαγωγείου. Διερευνήθηκε αν η διαδικασία δημιουργίας ταινιών animation -σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μεθόδους διδασκαλίας-αποτελεί διαφοροποιητικό παράγοντα για την απόκτηση συγκεκριμένων γνώσεων από τα νήπια. Επίσης εξετάστηκε αν η καλλιτεχνική τους ενασχόληση με την δημιουργία ταινιών animation μπορεί να αποτελέσει μέσο ανάπτυξης των δημιουργικών χαρακτηριστικών τους.