Το ενδιαφέρον της παρούσας διατριβής επικεντρώνεται στην ιδιαίτερα πολιτική φύση που διαθέτουν τα εγκλήματα του λευκού περιλαμίου, γεγονός που περαιτέρω αποτυπώνεται στη σύγχρονη πραγματικότητα. Αν και η πολιτική διάσταση χαρακτηρίζει, τουλάχιστον υπό το πρίσμα της κριτικής εγκληματολογίας, το σύνολο του εγκληματικού φαινομένου εντούτοις στην περίπτωση της εγκληματικότητας του λευκού κολάρου η παράμετρος της εξουσίας και η κατάχρηση της αποτελούν τον εννοιολογικό της πυρήνα. Υπό αυτή τη λογική εξηγείται και η «εμμονή» στον συγκεκριμένο όρο, ως δηλωτικό μιας τέτοιας πολιτικής διάστασης, και αντίστροφα η μη υιοθέτηση εναλλακτικής ορολογίας, όπως για παράδειγμα συνιστά η έννοια του οικονομικού εγκλήματος, που κυριαρχεί στην ελληνική βιβλιογραφία.Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε ταυτίζεται με την προσπάθεια αποτύπωσης της ιστορικής και επιστημολογικής εξέλιξης του συγκεκριμένου φαινομένου μέσα από τη μελέτη πρωτογενών πηγών της εγκληματολογικής θεωρίας. Εν συνεχεία η προσοχή μετατοπίστηκε από τον θεωρητικό «περιβάλλοντα χώρο» στο ίδιο το θεωρητικό περιεχόμενο, με το οποίο εξοπλίστηκε κατά καιρούς ο όρος, προβάλλοντας τις διάφορες κάθε φορά προτεινόμενες παραμέτρους και αναδεικνύοντας την συνακόλουθη εναλλακτική ορολογία. Παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις ως προς την ορολογία ή περιπτωσιολογία του φαινομένου, κοινός τόπος όλων των κριτικών προσεγγίσεων υπήρξε το τεράστιο κόστος που συνεπάγεται μια τέτοια δράση καθώς και το αντιστοίχων διαστάσεων έλλειμμα ρυθμιστικού πλαισίου για τον έλεγχο της. Στο σημείο αυτό, επιχειρείται η θεωρητική αντιδιαστολή ανάμεσα στην αντεγκληματική πολιτική που στοχεύει στην πάταξη της κοινής εγκληματικότητας και σε αυτή που προορίζεται για την ρύθμιση της εγκληματικότητας του λευκού περιλαιμίου. Αν και εκ διαμέτρου αντίθετες, ως προς την στρατηγική που ακολουθούν, ωστόσο οι πολιτικές αυτές αποδεικνύονται βαθιά συμβατές και συμπληρωματικές συντείνοντας στην «κανονικοποίηση» του εγκλήματος στην κοινή συνείδηση και στην ενσωμάτωση του στις κοινωνικές σχέσεις.Με εμπειρικά τεκμηριωμένη την αποτυχία του ποινικού συστήματος να εγγυηθεί την ασφάλεια και την προστασία των πολιτών από τα εγκλήματα του λευκού περιλαιμίου, όπως ομοίως και του «αυτό-ρυθμιστικού» μοντέλου, υιοθετείται το υπερβατικό θεωρητικό σχήμα της «ζημιολογίας» ή της θεωρίας της κοινωνικής βλάβης. Θεωρώντας την ως μια ειλικρινή και ταυτόχρονα επιστημολογικά ενδιαφέρουσα πρόταση, η νέα αυτή οπτική επιδιώκει να αποτυπώσει την βλαπτικότητα των λευκού περιλαιμίου δράσεων και να δρομολογήσει περισσότερο δομικές και λιγότερο επιτελικές παρεμβάσεις.