Η παρούσα διατριβή μελετά τη σχέση μεταξύ της δημοσιονομικής πολιτικής και της ποιότητας του περιβάλλοντος. Παρά τη μεγάλη σπουδαιότητα των δημοσίων δαπανών και των δημοσίων εσόδων στις διάφορες οικονομίες παγκοσμίως, οι επιπτώσεις της δημοσιονομικής πολιτικής στην ποιότητα του περιβάλλοντος δεν έχουν μέχρι σήμερα μελετηθεί εκτενώς στη βιβλιογραφία. Συνεπώς, σκοπός αυτής της μελέτης είναι να παρουσιάσει μια ανάλυση των επιπτώσεων της δημοσιονομικής πολιτικής στις διάφορες διαστάσεις της περιβαλλοντικής ποιότητας, εξετάζοντας τέσσερις δείκτες ρύπανσης της ατμόσφαιρας, ήτοι τους ρύπους SO2, N2O, CO2 και NOx.Για το σκοπό αυτό η διδακτορική διατριβή εξετάζει οπτικές αυτής της σχέσης που δεν έχουν αναλυθεί επαρκώς σε προγενέστερες εργασίες. Πρώτον, εκτιμά τόσο την άμεση όσο και την έμμεση επίδραση των δημοσίων δαπανών στην ποιότητα του περιβάλλοντος και παρουσιάζει τη συνολική επίδραση. Συγκεκριμένα, η έμμεση επίδραση σχετίζεται με τις επιπτώσεις των δημοσίων δαπανών στο εισόδημα και την επακόλουθη επίδραση του επιπέδου του εισοδήματος στη ρύπανση του περιβάλλοντος. Δεύτερον, εξετάζει λεπτομερώς τον τρόπο με τον οποίο η άμεση επίδραση των δημοσίων δαπανών μεταβάλλεται για διάφορα επίπεδα οικονομικής ανάπτυξης και ποιότητας των θεσμών σε μια χώρα. Τρίτον, μελετώντας ρυπαντές με διαφορετικά χαρακτηριστικά, όπως αν προέρχονται από την παραγωγική διαδικασία ή την κατανάλωση καθώς και αν οι επιπτώσεις (αρνητικές εξωτερικότητες) τους εντοπίζονται κυρίως σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο, παρέχει άμεσα συγκρίσιμες εκτιμήσεις της επίδρασης των δημοσίων δαπανών σε διάφορους δείκτες περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Επιπρόσθετα, η χρήση μεθόδων Διανυσματικών Αυτοπαλινδρομήσεων, που βασίζονται αποκλειστικά σε ελάχιστες υποθέσεις αναφορικά με τα πρόσημα των επιπτώσεων των μακροοικονομικών αιφνίδιων διαταραχών, προσφέρει ενδείξεις αναφορικά με την βραχυπρόθεσμη αλληλεπίδραση μεταξύ της δημοσιονομικής πολιτικής και την ατμοσφαιρική ρύπανση. Τέλος, η αναγκαιότητα και σπουδαιότητα χρήσης δυναμικών οικονομετρικών μεθόδων σε αυτό το πλαίσιο τονίζεται στα εμπειρικά τμήματα της διατριβής και η δυναμική φύση των εξεταζόμενων σχέσεων λαμβάνεται υπόψη.Η μελέτη αυτή παρέχει ενδείξεις ότι η άμεση επίδραση των δημοσίων δαπανών είναι η μείωση, ή τουλάχιστον η μη αύξηση, των διαφόρων δεικτών περιβαλλοντικής ρύπανσης, ενώ αυτό το αποτέλεσμα είναι ακόμα ισχυρότερο σε ανεπτυγμένες χώρες και σε δημοκρατικά καθεστώτα. Επιπλέον, αυτή η άμεση επίδραση είναι μεγαλύτερη σε απόλυτες τιμές και στατιστική σημαντικότητα για ρυπαντές που χαρακτηρίζονται από μικρότερη ατμοσφαιρική διάρκεια ζωής, τοπικές συνέπειες και συνεπώς πιο άμεσες επιβλαβείς επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία, σε αντίθεση με ρυπαντές με διεθνές αντίκτυπο και μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Επιπρόσθετα, η ανάλυση δείχνει ότι η ανωτέρω άμεση επίδραση των κυβερνητικών δαπανών είναι σπουδαιότερη σε στατιστική σημαντικότητα και σε απόλυτη τιμή στους ρύπους που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία, σε αντίθεση με τους ρύπους που προέρχονται κατά κύριο λόγο από την κατανάλωση. Η εκτιμώμενη συνολική επίδραση των δημοσίων δαπανών στην περιβαλλοντική ρύπανση είναι αρνητική σε χαμηλά επίπεδα εισοδήματος, αν και βαίνει μειούμενη, ενώ γίνεται θετική στις ανεπτυγμένες χώρες. Αναφορικά με τη σύνθεση των δημοσίων δαπανών, τα αποτελέσματα της ανάλυσης επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι η μειωτική άμεση επίδραση των κυβερνητικών δαπανών στη περιβαλλοντική ρύπανση μπορεί να ενισχυθεί σημαντικά αν αυξηθούν συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών, όπως οι δαπάνες που σχετίζονται με την παροχή δημοσίων αγαθών και οι δαπάνες για την προστασία του περιβάλλοντος. Τέλος, η χρήση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής στηριζόμενη σε μία μείωση των κυβερνητικών εσόδων σχετίζεται με αύξηση των ρύπων CO2 που προέρχονται από την κατανάλωση, ενώ δεν φαίνεται να επιδρά σημαντικά στους ρύπους που εκπέμπονται κατά την παραγωγική διαδικασία. Το τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής συνοψίζει τα αποτελέσματα της εμπειρικής ανάλυσης και προσφέρει συμπεράσματα και προτάσεις πολιτικής που απορρέουν από την ανάλυση.