Η παρούσα εργασία αποτελεί μια πολιτική/θεσμική εθνογραφία των δημόσιων σχολείων γονεϊκής επιλογής στην Ελλάδα,δηλαδή των σχολείων εκείνων που επιλέγονται από γονείς και κηδεμόνες και που είναι διαφορετικά από εκείνα τα δημόσια που θα αναμενόταν να φοιτήσουν τα τέκνα με βάση τον τόπο κατοικίας τους. Πρόκειται για σχολεία «Πρότυπα»,«Πειραματικά», «Πρότυπα Πειραματικά», «Μουσικά»,«Καλλιτεχνικά», «Εκκλησιαστικά» κ.ά. Λέγοντας«πολιτική/θεσμική εθνογραφία» εννοούμε ένα σύνολο ερευνητικών μεθοδολογιών, με τα οποία προσεγγίζεται πολύπλευρα αυτή η λανθάνουσα, απροσδιόριστη και ευμετάβλητη «κουλτούρα» που αφορά τα εν λόγω σχολεία (ως ενιαίου όλου αλλά και ως διαφορετικών περιπτώσεων), η οποία κατασκευάζεται μέσω δημόσιου και ιδιωτικού λόγου,συμπεριφορών, προσδοκιών και κοινών εμπειριών. Οδηγός για την περιγραφή αυτής της κουλτούρας αποτελεί στην παρούσα εργασία το νοητικό σχήμα του Αμερικανού κοινωνιολόγου James Coleman, το οποίο συνδέει το μακροεπίπεδο, δηλαδή τα κανονιστικά κείμενα και τον δημόσιο λόγο, με το μικροεπίπεδο, δηλαδή με τις οικογενειακές στρατηγικές. Σε επίπεδο ερευνητικών δεδομένων, η στατιστική ανάλυση του επαγγελματικού κύρους των γονέων και κηδεμόνων (κλίμακες ISCO 08 της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και MeasuringOccupational Prestige on the 2012 General Social Survey του Πανεπιστημίου του Σικάγο) έδειξε ότι οι γονείς που συνειδητά επιλέγουν τα υπό έρευνα σχολεία ανήκουν κατά πλειονότητα στα μεσαία κοινωνικά στρώματα με επαγγέλματα μέσου και υψηλού κοινωνικού κύρους και αυξημένο μορφωτικό επίπεδο. Η ανάλυση των δημοσιευμένων κειμένων για τα Πρότυπα και Πειραματικά κατέδειξε την έννοια της «αριστείας» ως κεντρική και αμφιλεγόμενη και τόσο η ύπαρξη των συγκεκριμένων σχολείων όσο και οι εισαγωγικές εξετάσεις τέθηκαν υπό αμφισβήτηση, στοιχεία που επιβεβαιώνονται και από την ανάλυση της δημόσιας διαβούλευσης. Από την άλλη μεριά, για τα Μουσικά και Καλλιτεχνικά, ενώ δεν υφίσταται πόλωση ως προς την αναγκαιότητα της ύπαρξής τους, στην πράξη δεν παρέχεται πάντα ουσιαστική κεντρική στήριξη. Τα Εκκλησιαστικά τείνουν να συρρικνωθούν περιμένοντας ένα νέο νομοθετικό πλαίσιο που θα τα αναβαθμίσει, ενώ η Ριζάρειος Εκκλησιαστική Σχολή κινείται αυτόνομα υιοθετώντας τακτικές σχολείων ελίτ. Η ανάλυση του ιδιωτικού λόγου(φαινομενογραφικές συνεντεύξεις) έδειξε ότι οι γονείς επιλέγουν συνειδητά τα υπό έρευνα σχολεία, εμπλέκονται ενεργά και τα στηρίζουν, παρόλο που αναγνωρίζουν τα προβλήματα τους,υιοθετώντας ένα habitus αισιοδοξίας, λόγω της«διαφορετικότητας» του σχολείου που επέλεξαν. Συμπερασματικά, διαπιστώνουμε ότι στο κατά τα λοιπά αυστηρά κεντρικό και συγκεντρωτικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, υπάρχουν μικρά περιθώρια επιλογής και απόκλισης από το Ενιαίο Σχολείο, όπου επιτρέπεται κατ΄ απαίτηση των μεσαίων, κατά κύριο λόγο, κοινωνικών στρωμάτων η ύπαρξη ενός συνόλου «διαφορετικών» σχολείων με πολυποίκιλα«άλλοθι»: τον «πειραματισμό», την «αριστεία», το «ταλέντο»,την «θρησκεία». Στη βάση τους όμως απηχούν την ανάγκη των γονέων αυτών των στρωμάτων, που τα επιλέγουν ως σχολεία-ελίτ της δημόσιας εκπαίδευσης, για ένα καλό δημόσιο σχολείο,όπου θα νιώθουν ασφάλεια για την κοινωνική άνοδο των παιδιών τους.