Σκοπός: Τα δεδομένα που αφορούν την συσχέτιση της λεπτίνης και της αδιπονεκτίνης με το κάπνισμα είναι περιορισμένα και συγκρουόμενα. Η λεπτίνη και η αδιπονεκτίνη είναι οι αδιποκίνες που υπάρχουν σε μεγαλύτερη συγκέντρωση στο πλάσμα και κατέχουν σημαντικό ρόλο στην παθοφυσιολογία του μεταβολικού συνδρόμου, της αθηρωμάτωσης και της αντίστασης στην ινσουλίνη. Η λεπτίνη ενισχύει την έκφραση αρκετών κυτταροκινών φλεγμονής και αυξάνεται με την αύξηση του σωματικού βάρους. Η αδιπονεκτίνη έχει αντιφλεγμονώδη δράση και ενισχύει την ευαισθησία στην ινσουλίνη ενώ προστατεύει από την αθηρωματική νόσο. Η συγκέντρωση της αυξάνεται όταν παρατηρηθεί μείωση του σωματικού βάρους. Σκοπός της εργασίας ήταν η μελέτη της επίδρασης της διακοπής καπνίσματος στα επίπεδα λεπτίνης και αδιπονεκτίνης πλάσματος.Μεθοδολογία: Συγκρίναμε ασθενείς που διέκοψαν επιτυχώς το κάπνισμα με 26 υγιείς μη καπνιστές. Τα επίπεδα λεπτίνης και αδιπονεκτίνης καθώς και τα επίπεδα CRP και το BMI μετρήθηκαν κατά την ένταξη στην μελέτη καθώς και 3 και 6 μήνες μετά την διακοπή καπνίσματος. Η επιτυχής διακοπή καπνίσματος επιβεβαιωνόταν με την μέτρηση του εκπνεομένου μονοξειδίου του αζώτου.Αποτελέσματα: Στην ομάδα του δείγματος, 32 άτομα διέκοψαν το κάπνισμα για 3 μήνες και 29 άτομα για 6 μήνες. Η λεπτίνη παρουσίασε σημαντική αύξηση στην ομάδα του δείγματος από την ένταξη μέχρι το τρίμηνο της διακοπής καπνίσματος (mean change 3.76 ng/ml [95% CI 0.89, 6.64], p =0.012) και έπειτα παρουσίασε στατιστικώς σημαντική μείωση από το τρίμηνο μέχρι το εξάμηνο της αποχής από το κάπνισμα (mean change -4,29ng/ml [95% CI -7.34, -6.64], p=0.078). Η αδιπονεκτίνη αυξήθηκε σημαντικά στην ομάδα του δείγματος από την ένταξη μέχρι το τρίμηνο της διακοπής καπνίσματος (mean change 2.34 [95% CI -0.05, 4.73], p=0.05). Το BMI αυξήθηκε σημαντικά (mean change 2.03kg/m² [95% CI 1.60, 2.46], p <0.05), ενώ η CRP παρουσίασε στατιστικώς σημαντική μείωση (mean change -0.68 mg/dl [95% CI -1.06, - 0.30], p=0.001) από την ένταξη μέχρι το εξάμηνο της αποχής από το κάπνισμαΣυμπεράσματα: Τα επίπεδα λεπτίνης πλάσματος αυξάνονται 3 μήνες μετά την διακοπή καπνίσματος και στη συνέχεια μειώνονται από το τρίμηνο μέχρι το εξάμηνο της αποχής από το κάπνισμα. Τα επίπεδα της αδιπονεκτίνης αυξάνονται τρείς μήνες μετά την διακοπή καπνίσματος. Η μείωση των επιπέδων της CRP υποδεικνύει ότι η φλεγμονώδης αντίδραση που παρατηρείται στους καπνιστές αρχίζει σταδιακά να αναστρέφεται. Το ίδιο εισηγούνται και οι μεταβολές της λεπτίνης και της αδιπονεκτίνης στο εξάμηνο της διακοπής καπνίσματος χωρίς όμως να φτάνουν σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα. Η πρόσληψη βάρους και οι μεταβολές στην κατανομή του λιπώδους ιστού ίσως μειώνουν τα οφέλη της διακοπής καπνίσματος.