Το ΜΣ προτάθηκε για πρώτη φορά ως έννοια το 1988 από τον Gerald Reaven, ο οποίος υποστήριξε ότι η ινσουλινική αντίσταση και η επακόλουθη υπερινσουλιναιμία πιθανά να είναι ο παθογενετικός μηχανισμός που συνδέει τη συνύπαρξη πολλαπλών μεταβολικών διαταραχών στον ίδιο ασθενή. Στις δύο δεκαετίες που μεσολάβησαν από τότε προτάθηκαν κριτήρια για τον ορισμό του ΜΣ σε ενηλίκους αλλά και παιδιά κι εφήβους, ενώ σε εξέλιξη είναι η έρευνα σχετικά με την παθοφυσιολογία του και τις πιθανές εκδηλώσεις και επιπλοκές του. Στα χρόνια αυτά, και παράλληλα με την ραγδαία εξάπλωση της παχυσαρκίας στα παιδιά και τους εφήβους, έγινε φανερό ότι το ΜΣ εμφανίζεται ήδη από την πρώτη δεκαετία της ζωής σε παχύσαρκα παιδιά, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της υγείας τους και τον κίνδυνο για ανάπτυξη ΣΔ2 και καρδιαγγειακών νοσημάτων στη νεαρή ενήλικη ζωή. Καθώς ευρέως αποδεκτός ορισμός του συνδρόμου στην παιδική ηλικία δεν υπάρχει και καθώς η παθοφυσιολογία του δεν έχει ακόμη πλήρως διαλευκανθεί, είναι πολύ σημαντική η προσπάθεια ανεύρεσης χαρακτηριστικών στα παχύσαρκα παιδιά που συνδέονται με το σύνδρομο και που θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην έγκαιρη διάγνωσή του. Στο πλαίσιο αυτό σχεδιάστηκε η παρούσα μελέτη με σκοπό την ανίχνευση, σε παχύσαρκα παιδιά κι εφήβους, χαρακτηριστικών του ΜΣ που έχουν παρατηρηθεί στους ενήλικες, καθώς και τη διερεύνηση πιθανών εργαστηριακών δεικτών που θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην διάγνωση του συνδρόμου πριν την πλήρη έκφραση του. Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 103 παχύσαρκα παιδιά κι έφηβοι ηλικίας 5-16 χρονών (μέσος όρος 11,3±2,9 έτη), στα οποία αποκλείστηκε κάποιο αίτιο δευτεροπαθούς παχυσαρκίας. Στα παιδιά αυτά, έγινε εκτενής αντικειμενική εξέταση με καταγραφή ειδικών σωματομετρικών παραμέτρων και ΑΠ, και στη συνέχεια έγινε αιμοληψία για γενικό και πιο ειδικό εργαστηριακό έλεγχο και υποβλήθηκαν σε καμπύλη ανοχής γλυκόζης. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων αυτών (πλην της καμπύλης ανοχής γλυκόζης) συγκρίθηκαν με ανάλογες μετρήσεις που έγιναν σε 69 υγιή παιδιά κι εφήβους με φυσιολογικό ΒΣ, αντίστοιχης ηλικίας και φύλου (ομάδα ελέγχου). Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι τα παχύσαρκα παιδιά εμφανίζουν σε μεγάλη συχνότητα τα κύρια και ορισμένα από τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του ΜΣ με αποτέλεσμα να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο πρώιμης εμφάνισης των επιπλοκών του. Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τις σωματομετρικές παραμέτρους, τα παχύσαρκα παιδιά είχαν στατιστικά σημαντικά μεγαλύτερη ΠΜ, ΠΙ καθώς και τους λόγους ΠΜ/ΠΙ και ΠΜ/ΥΣ. Επίσης, το ΠΔΠ που μετρήθηκε στην περιοχή του δικεφάλου, του τρικεφάλου καθώς και στην υποπλάτια και κοιλιακή χώρα ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερο στα παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τους μάρτυρες. Όσον αφορά την ΑΠ, τόσο η συστολική όσο και η διαστολική ΑΠ ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στα παχύσαρκα παιδιά κι εφήβους σε σχέση με τους μάρτυρες. Η στατιστική αυτή διαφορά ήταν πιο έντονη για τη ΣΑΠ. Επιπλέον, στατιστικά σημαντικά υψηλότερη ήταν η ΣΑΠ στα παχύσαρκα αγόρια έναντι των παχύσαρκων κοριτσιών. Οι διαταραχές στο μεταβολισμό της γλυκόζης και στα επίπεδα ινσουλίνης περιελάμβαναν αυξημένη ινσουλινική αντίσταση στα παχύσαρκα παιδιά (αυξημένος δείκτης HOMA) και υπερινσουλιναιμία συγκριτικά με τους μάρτυρες, ενώ οι τιμές γλυκόζης νήστεως δε διέφεραν στατιστικά σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων παιδιών. Επιπλέον, από τα 103 παχύσαρκα παιδιά, τα 8 είχαν IFG, τα 7 είχαν IGT, ένα είχε ταυτόχρονα IFG και IGT και ένα είχε ΣΔ2. Από την ομάδα ελέγχου, ένα παιδί είχε IFG. Ως προς το μεταβολισμό των λιπιδίων, τα παχύσαρκα παιδιά είχαν στατιστικά σημαντικά χαμηλότερη HDL και υψηλότερα TG σε σχέση με τους μάρτυρες, ενώ η CH και η LDL δεν παρουσίασαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Επίσης, τα παχύσαρκα παιδιά παρουσίασαν μείωση των τιμών της αντι-αθηρωγόνου αποπρωτεΐνης apoAI, ενώ τα επίπεδα της αθηρωγόνου apoB ήταν συγκριτικά αυξημένα. Ως προς τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του συνδρόμου, τα παχύσαρκα παιδιά εμφάνισαν δείκτες υποκλινικής φλεγμονής και προθρομβωτικής κατάστασης. Συγκεκριμένα, τόσο η CRP όσο και η TKE ήταν στατιστικά σημαντικά υψηλότερες στα παχύσαρκα άτομα, αν και παρέμεναν εντός των φυσιολογικών ορίων. Επίσης, το ινωδογόνο ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένο στα παχύσαρκα παιδιά. Στατιστικά σημαντική αύξηση διαπιστώθηκε και για τα δύο (ALT και γGT) από τα τρία ηπατικά ένζυμα που μετρήθηκαν ως έμμεσοι δείκτες ηπατικής συμμετοχής στο ΜΣ (μη αλκοολική λιπώδης διήθηση του ήπατος). Επιπλέον, τα παχύσαρκα αγόρια είχαν μεγαλύτερη αύξηση σε σχέση με τα παχύσαρκα κορίτσια. Η μικρολευκωματίνη σε πρώτο πρωινό δείγμα ούρων (ως δείκτης πρώιμης νεφρικής δυσλειτουργίας) δεν έδειξε στατιστικά σημαντική διαφορά. Τέλος, το ουρικό οξύ ορού ήταν στατιστικά σημαντικά αυξημένο στα παχύσαρκα παιδιά σε σχέση με τους μάρτυρες...