This paper investigates the efficacy of comparative bioarchaeological approaches in exploring the impact of economic marginality on human lifeways. Skeletal remains from the Late Bronze Age cemetery of Achlada in Northern Greece were chosen to address this, as this specific community was probably less well networked, evident in its location away from major communication routes and the paucity of grave goods at the site. A biocultural methodology combining comparative data on funerary practices and lifestyle was implemented. Sex differences were found within the community and seem to agree with the differential burial placement of the sexes possibly representing the different roles that society symbolically attributed to men and women in deathways. Comparative intercemetery data did not reveal poorer health and diet, or more intense physical activity, compared to well-networked sites. Nonetheless, Achlada, as well as numerous, mostly north communities of the wider context, probably faced more physiological challenges during growth, at least of a mild to moderate level, compared to a number of populations connected by major communication routes. The current study highlights the importance of implementing comparative bioarchaeological approaches as a means of identifying the impact of marginality on human lifeways, particularly in settings with limited material culture information.Limitations linked to preservation issues and the multifactorial nature of lifestyle indicators could be dealt with by future biomolecular and isotopic analyses.
Η παρούσα εργασία έχει στόχο να διερευνήσει το κατά πόσο οι συγκριτικές βιοαρχαιολογικές προσεγγίσεις είναι εφικτό να δώσουν απαντήσεις ως προς την επίδραση της οικονομικής περιθωριοποίησης στον ανθρώπινο τρόπο διαβίωσης. Επιλέχθηκαν σκελετικά κατάλοιπα της Ύστερης Εποχής Χαλκού από το νεκροταφείο της Αχλάδας στη Βόρεια Ελλάδα ώστε να απαντηθεί το εν λόγω ερώτημα, καθώς η συγκεκριμένη κοινωνία -βάσει της θέσης της μακριά από τα μεγάλα δίκτυα επικοινωνίας και της παρουσίας πολύ λίγων ταφικών ευρημάτων-ήταν πιθανώς λιγότερο καλά δικτυωμένη. Ακολουθήθηκε μια συνδυαστική βιοπολιτισμική προσέγγιση συγκριτικών ταφικών δεδομένων και συγκριτικών αποτελεσμάτων δεικτών τρόπου διαβίωσης. Βρέθηκαν διαφορές μεταξύ των δύο φύλων στον εν λόγω πληθυσμό οι οποίες φαίνεται να συμφωνούν με την διαφορετική πλευρά κατάκλισής τους, η οποία πιθανώς να συμβόλιζε τη διαφορετικότητα των ρόλων που η κοινωνία απέδιδε σε άντρες και γυναίκες στο ταφικό περιβάλλον. Συγκριτικά αποτελέσματα μεταξύ νεκροταφείων δεν φανέρωσαν χαμηλότερο επίπεδο υγείας και διατροφής, ούτε πιο έντονη εργασιακή καταπόνηση, σε σχέση με καλά δικτυωμένες θέσεις. Παρόλα αυτά, η Αχλάδα, όπως και μια σειρά –κυρίως βόρειων- κοινωνιών τουευρύτερου πλαισίου, πιθανότητα αντιμετώπισαν περισσότερα φαινόμενα καταπόνησης (στρες) κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, τουλάχιστον ήπιου και μετρίου επιπέδου, συγκριτικά με καλύτερα δικτυωμένους πληθυσμούς. Η παρούσα εργασία τονίζει τη σημασία της εφαρμογής συγκριτικών βιοαρχαιολογικών προσεγγίσεων ως μέσο μελέτης της επίδρασης της περιθωριοποίησης στους ανθρώπινους πληθυσμούς, ιδιαιτέρως σε θέσεις με περιορισμένες πληροφορίες υλικού πολιτισμού. Μεθοδολογικοί περιορισμοί οι οποίοι συνδέονται με ζητήματα διατήρησης αλλά και με τον πολυπαραγοντικό χαρακτήρα των δεικτών τρόπου διαβίωσης, ενδεχομένως να αντιμετωπιστούν μέσω των επερχόμενων βιομοριακών και ισοτοπικών αναλύσεων.