Light scattering is a fundamental property that can be exploited to create essential devices such as particle analysers. The most common particle size analyser relies on measuring the angle-dependent diffracted light from a sample illuminated by a laser beam. Compared to other non-light-based counterparts, such a laser diffraction scheme offers precision, but it does so at the expense of size, complexity and cost. In this paper, we introduce the concept of a new particle size analyser in a collimated beam configuration using a consumer electronic camera and machine learning. The key novelty is a small form factor angular spatial filter that allows for the collection of light scattered by the particles up to predefined discrete angles. The filter is combined with a light-emitting diode and a complementary metal-oxide-semiconductor image sensor array to acquire angularly resolved scattering images. From these images, a machine learning model predicts the volume median diameter of the particles. To validate the proposed device, glass beads with diameters ranging from 13 to 125 µm were measured in suspension at several concentrations. We were able to correct for multiple scattering effects and predict the particle size with mean absolute percentage errors of 5.09% and 2.5% for the cases without and with concentration as an input parameter, respectively. When only spherical particles were analysed, the former error was significantly reduced (0.72%). Given that it is compact (on the order of ten cm) and built with low-cost consumer electronics, the newly designed particle size analyser has significant potential for use outside a standard laboratory, for example, in online and in-line industrial process monitoring.
Extraction and dissemination of historical geospatial data from early maps are major goals of historical geographic information systems (HGISs) in the context of the spatial humanities. This paper illustrates the process of interpreting, georeferencing, organizing, and visualizing the content of a historical map of Cyprus in the context of GISs and highlights the development of a national-scale spatial database of the island in the 19th century. This method was applied to Lord Kitchener’s historical map of Cyprus (published in 1885), which is considered the product of the first scientific topographic survey of Cyprus, is rich in geographic information about the area, and covers the entire island at a scale of 1:63,360. Previous attempts to create historical geodatabases have either focused on small areas or, when conducted on a national scale, have been thematically focused. The positional accuracy of the map was found to be 1.08 mm in map units, which was equivalent to 68.76 m on the ground. Accordingly, the main categories of geographic content (land cover, administrative units, settlements, transportation/communication networks, stream networks/water bodies, points of interest, annotations) were digitized from the georeferenced historical map. The Web-based application developed in this study supported the visualization of the historical geographic content of the map and its comparison with modern basemaps. The creation of the geodatabase presented in the study provides a template for similar studies and a basis for further development of the historical geodatabase of Cyprus.
Η παρούσα εργασία αποτελεί μια ερευνητική προσπάθεια ανάδειξης όλων εκείνων των γεγονότων, διαδικασιών, φορέων, προσώπων και ενεργειών που διαμόρφωσαν την εκπαιδευτική πραγματικότητα της Θάσου, κατά την τελευταία εκατονταετία της Οθωμανικής κυριαρχίας στο νησί, που ήταν μια μεταβατική περίοδος ραγδαίων οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων. Ως αρχή της χρονικής περιόδου που αποφασίσαμε να μελετήσουμε θέσαμε το 1813, έτος παραχώρησης της Θάσου από τον Σουλτάνο στον ηγεμόνα της Αιγύπτου, Μεχμέτ Αλή. Η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού και το προνομιακό καθεστώς που παραχώρησε ο Μεχμέτ Αλή στους Θασίους, ως απόδοση τιμής για την προστασία που του προσέφεραν οι Θάσιοι σε δύσκολες στιγμές της ζωής του, διαμόρφωσε μια μοναδική περίπτωση πολιτικής διοίκησης του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού, η οποία πιστεύουμε ότι επηρέασε και την Εκπαίδευση. Ως τερματικό χρονικό σημείο της εργασίας ορίστηκε το έτος 1912, αφού τότε η Θάσος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, άλλαξε ριζικά το πολιτικό σκηνικό και άρχισε η μετάβαση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Συμπερασματικά, αναφέρουμε ότι μέχρι το έτος 1870 υπήρξε μεγάλη πνευματική και εκπαιδευτική οπισθοδρόμηση στο νησί, καθώς η λειτουργία των υποτυπωδών «σχολείων της εκκλησίας», χωρίς καταρτισμένους δασκάλους και με ελλιπές πρόγραμμα σπουδών δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών. Η ίδρυση κοινοτικών σχολείων σε όλα τα χωριά της Θάσου, μετά το 1870, και οι οργανωμένες προσπάθειες των Φιλεκπαιδευτικών Συλλόγων άλλαξαν το εκπαιδευτικό σκηνικό δίνοντας σημαντική ώθηση στην πνευματική αναγέννηση του νησιού, όχι όμως και την αναμενόμενη για τις δυνατότητες που παρείχε η πολιτική οργάνωση και οι οικονομικές δυνατότητες του νησιού. Τα αίτια μπορούν να αναζητηθούν α) στον εφησυχασμό των κατοίκων από την προνομιακή πολιτική διοίκηση και οικονομική διαχείριση που εφάρμοσαν οι Αιγύπτιοι και από την έλλειψη εθνικιστικών εντάσεων λόγο της ελληνικής εθνικής ομοιογένειας του πληθυσμού της, β) στην απουσία της τοπικής χαρισματικής προσωπικότητας που θα μπορούσε να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη των γραμμάτων και στην οργάνωση της εκπαίδευσης, γ) στην απουσία Θασίων απόδημων ευεργετών που θα μεριμνούσαν για την ίδρυση και χρηματοδότηση ευαγών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως γινόταν σε άλλα μέρη της Μακεδονίας και της Ηπείρου, δ) στην ανυπαρξία χρηματικής βοήθειας από τους κεντρικούς Φιλεκπαιδευτικούς Συλλόγους της Αθήνας και της Κων/πολης, οι οποίοι στήριζαν μόνον τα διεκδικούμενα από τους Βουλγάρους χωριά και τα μεγάλα αστικά κέντρα, στ) στην αδράνεια του προξενείου Καβάλας, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ε) στην απομακρυσμένη έδρα της Μητρόπολης (Κομοτηνή), που δυσχέραινε την πνευματική της αρωγή, ζ) στις πολιτικές και τοπικιστικές αντιπαλότητες μεταξύ των κατοίκων των δέκα κοινοτήτων του νησιού, η) στην αδυναμία ίδρυσης κοινών σχολείων για την εξυπηρέτηση μαθητών/τριών δύο ή τριών κοινοτήτων, αφού οι μεταξύ τους αποστάσεις ήταν μεγάλες και το ορεινό οδικό δίκτυο υποτυπώδες, θ) στην ελλιπή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών του νησιού από τους κατοίκους της (δάση, ελαιώνες και λιμάνια), ι) στην αδιαφορία της αιγυπτιακής διοίκησης, ιδιαίτερα μετά το θάνατο του ηγεμόνα Ισμαήλ.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.