<p>Η μονή του Προφήτη Ηλία στον συνοικισμό Παδονιά βρίσκεται στο βουνό που υψώνεται επάνω από το χωριό Παρακάλαμος στην περιοχή του Άνω Καλαμά βόρεια των Ιωαννίνων. Εικονογραφικές, παλαιογραφικές και κυρίως υφολογικές παρατηρήσεις υποδεικνύουν ότι ο ανώνυμος ζωγράφος του καθολικού είναι ο Αναστάσιος Καπεσοβίτης.</p>
The unique art that was developed in Byzantine times is widely accepted as a precursor to the Renaissance and is still evident in monuments either from or influenced by the Byzantium. Visiting such a site is a unique experience due to the lavishly painted interior for both tourists and scholars. Taking advantage of the emerging 5G technologies, cloud/fog computing, and Augmented/Mixed Reality mechanisms, a common smart device (e.g., smartphone, tablet) could be employed to give a better experience to the end-users. The proposed framework is intended to provide visitors with interpretative information regarding the visited monuments and their paintings. Under the framework introduced in this paper, camera input is uploaded to a cloud/fog computing infrastructure where appropriate algorithms and services provide monument and painting recognition and the mobile application retrieves and projects the related information. In addition, the designed immersive user interfaces assist visitors in contributing in cases of monuments and paintings for which no available information exists. This paper presents the state of the art in approaches for immersive experiences in Digital Culture, reviews the current image recognition approaches and their suitability for Byzantine paintings, proposes interaction techniques appropriately designed for observation and interaction of paintings, and discusses the overall framework architecture that is needed to support the described functionality while stressing the challenging issues of the above aspects thus paving the road for future work and providing guidelines for a test-bed implementation.
Ο 18ος αιώνας στη Ήπειρο διακρίνεται για την μεγάλη και ετερόκλητη καλλιτεχνική παραγωγή. Η θρησκευτική ζωγραφική στρέφεται στα ανανεωτικά κινήματα της δυτικοευρωπαϊκής τέχνης και κυρίως στην τέχνη του μπαρόκ, υιοθετώντας νέες εικαστικές πρακτικές. Το Ζαγόρι ειδικότερα λόγω των αυτοδιοικητικών προνομίων και της οικονομικής ευμάρειας έγινε το ιδανικό περιβάλλον για την ανάπτυξη ενδιαφέρουσας εντοίχιας ζωγραφικής, εκφραστές της οποίας είναι οι Καπεσοβίτες. Στα έργα του Ιωάννη και του Αναστασίου και κυρίως στον Άγιο Γεώργιο Νεγάδων, έργο της ώριμης φάσης τους, συμπυκνώνεται η τέχνη των Καπεσοβιτών, καθώς και του τέλους του 18ου αιώνα, εποχής - μεταίχμιο για την θρησκευτική ζωγραφική. Στο πρώτο κεφάλαιο μελετάται: το ιστορικό και χωροταξικό πλαίσιο (εισαγωγή), ο ναός -αρχιτεκτονική, επιγραφές, εικονογραφικό πρόγραμμα, εικονογραφία και τεχνοτροπία των παραστάσεων. Ενώ στο δεύτερο παρουσιάζεται η οικογένεια των ζωγράφων και αποτιμάται συνολικά η τέχνη τους στο σύνολο των έργων του 18ου αιώνα στην Ήπειρο. Στον δεύτερο τόμο περιλαμβάνονται το προοπτικό ανάπτυγμα του ναού και οι εικόνες (429). Στην εικονογραφική ανάλυση καταδεικνύονται τα πρότυπα, οι προτιμήσεις, οι ιδιαιτερότητες των δύο ζωγράφων. Η σύγκριση με σύγχρονα έργα γίνεται σε τέσσερα επίπεδα, με α) τα άλλα έργα των ίδιων ζωγράφων β) τα έργα που εργάστηκαν μαζί με άλλα μέλη της οικογένειας τους, γ) τα έργα των άλλων Καπεσοβιτών ζωγράφων δ) τα άλλα σύγχρονα ρεύματα, τους Κατσάνους, Χιονιαδιτες ζωγράφους κλπ. Από την αναλυτική έρευνα της εικονογραφίας προκύπτει ότι οι ζωγράφοι Ιωάννης και Αναστάσιος είναι εξαιρετικά εκλεκτικοί, ως προς τις εικονογραφικές τους επιλογές. Στηρίζονται συνειδητά στις σταθερές αξίες της παράδοσης γνωρίζοντας ότι με την συντήρηση δίνουν οντότητα και μεγαλοπρέπεια στην τέχνη τους. Αντιλαμβανόμενοι όμως τον παλμό και τις επιταγές της εποχής εμπλουτίζουν την εικονογραφία με στοιχεία από τα σύγχρονα χαρακτικά. Στην εκλεκτική αυτή επιλογή προτύπων και θεμάτων αντανακλώνται οι σχέσεις των κτητόρων με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό, και οι πνευματικές, θεολογικές, και κοινωνικές αναζητήσεις του 18ου αιώνα. Στα έργα που εργάστηκαν οι ζωγράφοι μας με άλλα μέλη της οικογένειας παρατηρούμε κοινά εικονογραφικά προγράμματα, ταυτόσημες θεολογικές αντιλήψεις, παρόμοια εικονογραφία. Τα ενδεχόμενα στην κατανομή εργασίας είναι πολλά και απρόβλεπτα και δεν είναι εύκολη η διάκριση των δύο ζωγράφων στο ναούς που έχουν εργαστεί. Η εντύπωση που δίνεται είναι ότι υπάρχει ένα πρόσωπο που δίνει ενότητα και πνοή στο έργο: αυτός είναι ο Ιωάννης, ο ικανότερος ζωγράφος και επικεφαλής του συνεργείου. Οι Καπεσοβίτες ζωγράφοι γνωρίζουν και μεταφέρουν στα έργα τους την καινούρια αισθητική, αντιπροσωπευτική της ιθύνουσας τάξης των εμπόρων - δωρητών, οι οποίοι υιοθετούν τους νεωτερισμούς των αντίστοιχων στρωμάτων της οθωμανικής και ευρωπαϊκής κοινωνίας. Τελευταίοι μεγάλοι εκπρόσωποι μιας σημαντικής καλλιτεχνικής παραγωγής, γίνονται κοινωνοί των αισθητικών τάσεων αλλά και των πνευματικών και θρησκευτικών ζυμώσεων του τέλους του 18ου αιώνα. Μιας εποχής μεταβατικής με ιδεολογικές και κοινωνικές ανακατατάξεις που τελικά στην αλλαγή του αιώνα θα οδηγήσουν την θρησκευτική τέχνη στην ρήξη με την παράδοση.
Co-operative patronage is based on the joint effort of individuals, lay or clerical, couples, families, colleagues, ecclesiastical and military authorities, or fellow citizens. Through the donor inscriptions are revealed the different categories of such co-operative patronage in Byzantine and Post-Byzantine society. In the Greek-speaking Post-Byzantine world, such types of anonymous groups of donors and benefactors most often came from a community as a whole, or certain inhabitants of a region, while collective donations by groups of monks were also widespread. The present paper examines the practice of anonymous collective sponsorships in Post-Byzantine Epirus, presenting the surviving monuments from the sixteenth to the seventeenth century and, in detail, the cases of anonymous collective sponsorships in a specific painting workshop of the eighteenth century, that of the so-called Kapesovite painters. In Post-Byzantine period the special privileges from the Ottomans and the development of trade, contributed to the Epirus’s cultural development. The tectonic transformations in the residential network of Epirus began in the late sixteenth century and increased after the seventeenth century. During the eighteenth century, the flourishing of Post-Byzantine art is a fact, indicating the gradual rise to prevalence of the parishes and the communities over the monastic establishments and individual donors. The financial and commercial privileges, especially after the treaty of Kucuk Kaynarca (1774), contributed decisively to religious monuments’ construction or renovation. The financial circumstances and the social cohesion of the Orthodox Christians in Epirus favored the increase of anonymous collective sponsorship in the eighteenth century. The monuments of that period evidence a significant amount of co-operative patronage, in which “anonymity” starred among the donors. The anonymous collective sponsorships indicates the community’s cohesion and the benefactor’s desire to create a legacy for future generations.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.