Το κεντρικό θέμα της παρούσας διδακτορικής διατριβής είναι η ανάλυση και ερμηνεία της κατασκευής της Ηγετικής Ταυτότητας των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και η πρόθεσή τους να διεκδικήσουν θέση διοικητικής ευθύνης, αναπτύσσοντας Ηγετική Ταυτότητα, της οποίας, ωστόσο, η εκδήλωση δεν συνδέεται μόνο με τα κίνητρα, τα κεφάλαια την αυτοαντίληψη, αυτοεπάρκεια και αυτοκατηγοριοποίησή τους, αλλά και με θεσμικούς, οργανωσιακούς και κοινωνικούς παράγοντες, που αναπόδραστα διαμεσολαβούν στη δόμησή της. Ειδικότερα, διερευνήθηκε η Επαγγελματική, Κοινωνική και Ηγετική Ταυτότητα των εκπαιδευτικών που κατέχουν διευθυντική θέση (εδραιωμένοι/ες και νέοι/ες διευθυντές/ες), όσων διεκδίκησαν διευθυντική θέση, αλλά δεν την κατέλαβαν (υποψήφιοι/ες διευθυντές/ες), αλλά και αυτών που δεν διεκδίκησαν διευθυντική θέση (εκπαιδευτικοί), ενώ εξετάστηκαν τα αναγκαία κοινωνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των υποψήφιων (ηγετικό πρωτότυπο), καθώς και το πλαίσιο της κρίσης στελεχών με το Νόμο 4327/2015, σύμφωνα με τον οποίο οι εκπαιδευτικοί μέσω της ψήφου τους θα έπρεπε να επιλέξουν το/την διευθυντή/α (ηγέτη) της σχολικής τους μονάδας, χορηγώντας Ηγετική Ταυτότητα στον/στην καταλληλότερο/η κατά τη γνώμη τους υποψήφιο/α. Ακόμη, η παρούσα εργασία επιχείρησε να καλύψει το ερευνητικό κενό που αφορά στην αλληλεπιδραστική σχέση Ηγετών και Ακόλουθων, καθώς και στις ευκρινείς στο χώρο του σχολείου Ταυτότητές τους. Η καινοτομία της εν λόγω διατριβής έγκειται στην ανάδυση των κοινωνικών συσχετισμών του πεδίου της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, στη σκιαγράφηση των άτυπων ή/και τυπικών ιεραρχημένων υποομάδων εκπαιδευτικών, που διαμορφώνονται με βάση κοινωνικά και θεσμικά κριτήρια (θέση στην ιεραρχία, ειδικότητα, αρχαιότητα, φύλο) και στην αποτύπωση των πολλαπλών Ταυτοτήτων των εκπαιδευτικών που εκδήλωσαν Ηγετική Ταυτότητα (ηγέτες), διεκδικώντας διευθυντική θέση και όσων ενσωμάτωσαν την Ταυτότητα του/της Ακόλουθου (ακόλουθοι), απέχοντας από ανάλογες διαδικασίες. Η εγκυρότητα και αξιοπιστία της έρευνας διασφαλίστηκε μέσω τριπλού τριγωνισμού. Ειδικότερα, αξιοποιήθηκαν διάφορες θεωρίες από τις επιστήμες της Διοίκησης, της Κοινωνιολογίας και της Κοινωνικής Ψυχολογίας (θεωρητικός τριγωνισμός), ενώ χρησιμοποιήθηκαν δύο μεθοδολογικά εργαλεία προερχόμενα από ξεχωριστές επιστημονικές παραδόσεις, επειδή ακριβώς προηγούνται δευτερογενή ποσοτικά δεδομένα για τις πληθυσμιακές αναλογίες, τους/τις υποψήφιους/ες και τοποθετούμενους/ες διευθυντές (1ο ερευνητικό εργαλείο) και έπονται πρωτογενή ποιοτικά δεδομένα (2ο ερευνητικό εργαλείο) από τηλεφωνικές ημιδομημένες συνεντεύξεις (μεθοδολογικός τριγωνισμός) σε εκπαιδευτικούς με διαφορετικές ειδικότητες, φύλο, ηλικία και ιεραρχική θέση (τριγωνισμός των πηγών προέλευσης των δεδομένων). Στην έρευνα συμμετείχαν 14 εδραιωμένοι/ες και 8 νέοι/ες διευθυντές/ες, 9 υποψήφιοι/ες διευθυντές/ες και 12 εκπαιδευτικοί από τις 13 περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, η πρωτοβάθμια εκπαίδευση διαφοροποιείται από την πλουραλιστική δευτεροβάθμια, καθώς ούσα συνεκτική και κοινωνικά διαστρωματοποιημένη κοινότητα, ενισχύει τη διαμόρφωση κυρίαρχων (παλιοί δάσκαλοι) και κυριαρχούμενων (εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων) υποομάδων με ετερόκλητες και ιεραρχημένες Επαγγελματικές και Κοινωνικές Ταυτότητες, σε αντίθεση με τη Συλλογική Κοινωνική Ταυτότητα των εκπαιδευτικών της δευτεροβάθμιας. Η ύπαρξη ενός εμφανούς ομαδικού πρωτότυπου (κλάδος δασκάλων), που επιβάλλεται με λανθάνοντες ή/και φανερούς τρόπους από τους κυρίαρχους, καθιστά τις Ταυτότητες των Ηγετών και των Ακόλουθων σχεδόν μη διαπραγματεύσιμες, οδηγώντας στην αναπαραγωγή κοινωνικών στερεοτύπων, διομαδικών διακρίσεων, κοινωνικού ανταγωνισμού, ιδιότυπων αποκλεισμών, τεχνητών και επιβαλλόμενων από το πεδίο «αναπηριών», οι οποίες αντανακλώνται τόσο στους κοινωνικούς συσχετισμούς, όσο και στην εκπαιδευτική διοίκηση της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Εν κατακλείδι, η παρούσα έρευνα αποσκοπεί σε μια ολιστική πρόσληψη του θέματος στο πλαίσιο μιας διαφοροποιημένης οπτικής βάσει της οποίας η Εκπαιδευτική Διοίκηση εξετάζεται, μελετάται και ερμηνεύεται με όρους Ταυτότητας, με όρους Κοινωνιολογίας και Κοινωνικής Ψυχολογίας.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει τις απόψεις των αιρετών εκπροσώπων των εκπαιδευτικών σχετικά με τα κίνητρα και αντικίνητρα των εκπαιδευτικών ως προς τη διεκδίκηση διευθυντικής θέσης. Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκε πρωτογενής ποιοτική έρευνα με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 30 αιρετούς από τα 3 υπηρεσιακά συμβούλια πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και τις 13 περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, οι αιρετοί θεωρούν ότι οι εκπαιδευτικοί που διεκδικούν διευθυντική θέση έχουν κυρίως εξωτερικά κίνητρα όπως το επίδομα θέσης ευθύνης, τις μειωμένες ώρες διδασκαλίας και την κοινωνική αναγνώριση, παρά εσωτερικά κίνητρα, όπως την υλοποίηση οράματος και την ανάπτυξη κοινωνικών και διοικητικών δεξιοτήτων. Συνεπώς, τα αναμενόμενα πλεονεκτήματα της διευθυντικής θέσης λειτουργούν ως κίνητρα που ενισχύουν την κατασκευή και εκδήλωση Ηγετικής Ταυτότητας. Κατά την άποψη των αιρετών, οι εκπαιδευτικοί που εσωτερικεύουν Ταυτότητα Ακόλουθου έχουν κυρίως εσωτερικά εμπόδια, καθώς προσπαθούν να προστατευθούν από τους κινδύνους που συνδέονται με τις διοικητικές ευθύνες.
Το παρόν άρθρο αναφέρεται στο διδασκαλείο, το οποίο αν και αποτελεί διαχρονικά ένα υψηλά μοριοδοτούμενο προσόν στις κρίσεις διοικητικών στελεχών της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, δεν έχουν πρόσβαση σε αυτό οι εκπαιδευτικοί ειδικοτήτων, αλλά και οι νέοι δάσκαλοι, εφόσον καταργήθηκε το 2012 λόγω της οικονομικής κρίσης. Πραγματοποιήθηκαν δύο πρωτογενείς ποιοτικές έρευνες με τηλεφωνικές συνεντεύξεις σε 22 διευθυντές δημοτικών σχολείων, 9 υποψήφιους/ες διευθυντές/ες, 12 εκπαιδευτικούς (1η έρευνα) και 30 αιρετούς του ΚΥΣΠΕ, των ΑΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΠΕ (2η έρευνα). Τα ερευνητικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη δασκαλοκεντρική μορφή της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στην οποία υπερισχύει αριθμητικά και κοινωνικά ο κλάδος των δασκάλων, γεγονός που αποτυπώνεται στην υψηλή μοριοδότηση του διδασκαλείου, που εκ των πραγμάτων ευνοεί τους παλαιότερους δασκάλους, αποτελώντας ταυτόχρονα μια τεχνητή και επιβαλλόμενη αναπηρία για τους εκπαιδευτικούς ειδικοτήτων. Η υψηλή μοριοδότηση του προσόντος αυτού απηχεί την ασυμμετρία των φερόμενων κεφαλαίων των υποψήφιων διευθυντών και τη συμβολική πάλη μεταξύ της αρχετυπικής υποκατηγορίας των δασκάλων και της μειονοτικής των εκπαιδευτικών ειδικοτήτων. Οι φορείς της εκπαιδευτικής πολιτικής θα πρέπει να αποκαταστήσουν το αίσθημα δικαιοσύνης μέσω της μείωσης της μοριοδότησης του διδασκαλείου και της εξεύρεσης μιας εφαρμόσιμης λύσης προκειμένου να μην αναπαράγονται φαινόμενα ανισοτήτων στις κρίσεις διοικητικών στελεχών.
Το παρόν διδακτικό σενάριο περιγράφει την «Πρόβα της Συμφωνική Ορχήστρας» και απευθύνεται σε μαθητές/ες της Ε τάξης του Δημοτικού Σχολείου. Είναι συμβατό με τα Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών (Α.Π.Σ.) και το Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών (Δ.Ε.Π.Π.Σ.), διότι εμπλέκει το μάθημα της μουσικής, με τη γλώσσα και τα εικαστικά, αξιοποιώντας τις ΤΠΕ για την ακρόαση μουσικών οργάνων (Φωτόδεντρο, Εμμέλεια), την αναζήτηση πληροφοριών, εικόνας και ήχου (διαδίκτυο), τη συμπλήρωση φύλλων εργασίας (google docs), τη διαμόρφωση εννοιολογικού χάρτη (cmap) και παρουσίασης (PowerPoint) και τέλος για την αξιολόγηση του μαθήματος (google form). Το μάθημα της μουσικής είναι ένα αυτόνομο γνωστικό αντικείμενο που συμβάλλει καταλυτικά στην πολύπλευρη ανάπτυξη των μαθητών/ιών μέσω της επαφής τους με την τέχνη και τον πολιτισμό. Υπό αυτό το πρίσμα, χρειάζεται να αναβαθμιστεί προκειμένου να μην συνδέεται μόνο με τη στείρα διεκπεραίωση των σχολικών εορτών και αυτό είναι ένα μείζον παιδαγωγικό ζήτημα με το οποίο θα πρέπει να ασχοληθούν οι φορείς της Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Το παρόν άρθρο πραγματεύεται τις υφιστάμενες ασυμμετρίες στην Ελληνική Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση σχετικά με την επιλογή των διοικητικών στελεχών, αλλά συνάμα θίγει ποικίλα εκπαιδευτικά, οργανωσιακά και διοικητικά ζητήματα, έτσι όπως αυτά αναδύθηκαν από τις απαντήσεις των ερωτώμενων που συμμετείχαν στην πρωτογενή ποιοτική έρευνα. Πραγματοποιήθηκαν 43 τηλεφωνικές συνεντεύξεις και συγκεκριμένα σε 14 έμπειρους/ες διευθυντές/τριες σχολικών μονάδων, 8 νέους/ες διευθυντές/τριες, 9 υποψήφιους/ες διευθυντές/τριες και 12 εκπαιδευτικούς από τις 13 περιφερειακές διευθύνσεις εκπαίδευσης. Σύμφωνα με τα ερευνητικά ευρήματα, η ισχυρή διαμεσολάβηση πολιτικών παραγόντων στις κρίσεις διοικητικών στελεχών, αλλά και η ρευστότητα και ασάφεια των χρησιμοποιούμενων αξιολογικών κριτηρίων συναποτελούν μείζονος σημασίας ασυμμετρίες αποδιδόμενες στο βαθιά συγκεντρωτικό, τυπολατρικό και φορμαλιστικό Ελληνικό Εκπαιδευτικό Σύστημα και στις κυρίαρχες ομάδες πίεσης. Επιπρόσθετα, η ύπαρξη ενός εμφανούς ομαδικού πρωτότυπου (δάσκαλοι/ες) στην Ελληνική Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, αναπόδραστα, αποτελεί μια κρίσιμη και καίρια παράμετρο, η οποία, συνδεόμενη με τη διαμόρφωση άτυπων και λανθανόντων ιεραρχικών ομάδων (υποκατηγοριών) των εκπαιδευτικών, επιδρά καταλυτικά στη μορφή και δομή της οργανωσιακής κουλτούρας, ορθώνοντας ποίκιλα εμπόδια στη διοικητική και ιεραρχική ανέλιξη των κυριαρχούμενων εκπαιδευτικών ειδικοτήτων. Οι συμμετέχοντες/ουσες υπογράμμισαν, ακόμη, την ύπαρξη και άλλων ασυμμετριών, προτείνοντας λύσεις για την άμβλυνσή τους, οι οποίες, κατά τη γνώμη τους, θα πρέπει να αξιοποιηθούν καταλλήλως από τους φορείς της Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2024 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.