Ο Ευβοϊκός κόλπος αποτελεί μία επιμήκη λεκάνη μεταξύ της Στερεάς Ελλάδας και της Εύβοιαςκαι παρουσιάζει ιδιαίτερο γεωδυναμικό και μορφολογικό ενδιαφέρον, διότι έχει αποτελέσει περιοχή όπου έχει λάβει χώρα έντονη νεοτεκτονική και ηφαιστειακή δραστηριότητα καθώςεπίσης και μεγάλες μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης από το Κατώτερο Τεταρτογενές έωςσήμερα. Ως εκ τούτου, ο ακριβής, κατά το δυνατόν, καθορισμός του χρονολογικού πλαισίουμέσα στο οποίο έλαβαν χώρα οι ανωτέρω παλαιοπεριβαλλοντικές μεταβολές στον Ευβοϊκόκόλπο, θα έδινε τη δυνατότητα κατανόησης της γεωδυναμικής εξέλιξης της περιοχής και τηνεκτίμηση μελλοντικών περιβαλλοντικών αλλαγών στις ευάλωτες ακτογραμμές. Τα υφάλμυραιζήματα συχνά αποτελούν παλαιοπεριβαλλοντικούς δείκτες είτε ευστατικών είτε τεκτονικώνμεταβολών. Κύριος σκοπός της παρούσας έρευνας είναι η μελέτη των γεγονότων που επηρέασαν την παράκτια ζώνη του Ευβοϊκού κόλπου κατά τη διάρκεια του Τεταρτογενούς μετη χρήση των χρονολογικών τεχνικών της φωταύγειας, οι οποίες θεωρούνται, διεθνώς, εκτόςαπό εξελισσόμενες, και ιδιαίτερα ενδεικνυόμενες για τη μελέτη κλαστικών τεταρτογενών ιζημάτων.Στην παρούσα διδακτορική διατριβή, παρουσιάζονται οι ερευνητικές εφαρμογές και τα αποτελέσματα των χρονολογήσεων με τις επιμέρους τεχνικές της φωταύγειας, ΟπτικάΔιεγερμένη Φωταύγεια (OSL), Υπέρυθρη Οπτικά Διεγερμένη Φωταύγεια (IRSL) και ΙσοθερμικήΦωταύγεια (ITL), σε γεωλογικά δείγματα από την παράκτια ζώνη του Ευβοϊκού κόλπου. Πέραν της αφθονίας των περισσότερων δειγμάτων σε χαλαζία, τα φυσικά σήματα φωταύγειας OSL και ITL δε μπόρεσαν να αξιοποιηθούν επειδή ο χαλαζίας διαπιστώθηκε ότι ήταν ‘’κορεσμένος’’ από χρονολογικής πλευράς. Επιπλέον, οι Ισοδύναμες δόσεις (Des) που προέκυψαν ήταν αρκετά διεσπαρμένες με αποτέλεσμα τη δυσκολία στην εκτίμηση των ηλικιών. Αντιθέτως, η χρήση της IRSL, ως εναλλακτικής των δύο προηγούμενων τεχνικών, αποδείχθηκε κατάλληλη καθώς εμφάνισε υψηλότερα επίπεδα κορεσμού, δίνοντας ηλικίες Μέσου Πλειστοκαίνου. Στο σημείο αυτό, είναι άξιο λόγου να τονιστεί ότι επιπροσθέτως της συσσώρευσης ερευνητικής εμπειρίας επί των αναπτυσσόμενων χρονολογικών τεχνικών της φωταύγειας, είναι η πρώτη φορά που σε αποθέσεις κλαστικών ιζημάτων του Ελληνικού χώρου, λαμβάνονται αξιόπιστες απόλυτεςηλικίες Mέσου Πλειστοκαίνου με τη μέθοδο της φωταύγειας, καθόσον οι μέχρι τώρα ηλικίες που είχαν υπολογισθεί δεν εκτείνονταν σε εποχές αρχαιότερες του Άνω Πλειστοκαίνου. Επιπλέον, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής έγινε προσπάθεια χρονολόγησης ρηγμάτων με τη μέθοδο της Θερμοφωταύγειας (TL), προκειμένου να αποσαφηνισθεί από τη χρονολογική άποψη, η γενικότερη εικόνα της γεωδυναμικής εξέλιξης της περιοχής αλλά και να διερευνηθεί η εφαρμογή της μεθόδου στη χρονολόγηση ρηγμάτων, εξέλιξη που θα ήταν σημαντική σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση της νεοτεκτονικής συμπεριφοράς των τεταρτογενών ρηγμάτων της κεντρικής Εύβοιας και κατά συνέπεια, την αντισεισμική προστασία της περιοχής. Τα αποτελέσματα στον τομέα αυτό είναι αρκετά ενθαρρυντικά, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω η πραγματοποίηση ενός συνόλου εργαστηριακών δοκιμών, σε συνδυασμό με παρατηρήσεις και μετρήσεις πεδίου, έτσι ώστε να διερευνηθεί επαρκώς σε πειραματικό στάδιο η θεωρία ότι, το σήμα της Θερμοφωταύγειας σε υλικά ρηγμάτων μπορεί να επηρεαστεί ή ακόμα και να μηδενιστεί, όταν το χρονολογήσιμο ορυκτολογικό συστατικό τους θερμανθεί λόγω τεκτονικής καταπόνησης.