Η διατριβή επιχειρεί μια διεπιστημονική προσέγγιση της δημιουργίας και εξέλιξης των θεσμών, μέσω κυρίως των Οικονομικών, άλλων Κοινωνικών Επιστημών, των Γνωστικών Επιστημών, της Νευροβιολογίας και της Ψυχολογίας. Πιο συγκεκριμένα, προσεγγίζει – με αφετηρία τη λογική των Denzau και North (1994) και Mantzavinos, North και Shariq (2004) – τους θεσμούς ως συλλογικά νοητικά μοντέλα και επιχειρεί να εξηγήσει τη δημιουργία, εξέλιξη, αλλά και θεσμική αλληλεξάρτηση μέσω αυτής της μεθοδολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο, η διατριβή επιχειρεί και επέκταση, σε τεχνικό επίπεδο, του μοντέλου των Jonker et al. (2011). Η προσέγγιση αυτή προσφέρει εναλλακτικές διεξόδους, αλλά και περιθώριο κριτικής απέναντι σε πιο νεοκλασικές θεωρήσεις της σημασίας και λειτουργίας των θεσμών. Παράλληλα, αφήνει χώρο για κριτική απέναντι στην έννοια της εργαλειακής ορθολογικότητας και συμπεριφοράς του οικονομικού δρώντα.Η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη: Γνωστική Λειτουργία, Θεσμοί και Νοητικά Μοντέλα & Θεσμοί. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται η αναγνώριση των βασικών γνωστικών λειτουργιών του ανθρώπινου εγκεφάλου, σημειώνοντας σε ποια σημεία αυτή διαφέρει από τις συμβατικές θεωρήσεις στις οικονομικές επιστήμες. Σε αυτό το πλαίσιο, αναλύεται η σημασία των αξιωμάτων της ορθολογικής επιλογής στα Οικονομικά, αλλά και των παραδοχών για τη μεγιστοποίηση της ευημερίας του ατομικού δρώντα. Υποστηρίζεται ότι η φιγούρα του «οικονομικού ατόμου» (homo economicus), έτσι όπως παρουσιάζεται στη νεοκλασική θεώρηση, έρχεται σε πολλές περιπτώσεις σε ρήξη με τα ευρήματα των Γνωστικών Επιστημών και της Νευροβιολογίας. Πιο συγκεκριμένα, αναλύεται πως τα οικονομικά έχουν υπάρξει αδύναμα να ενσωματώσουν όχι μόνο τις φυσικές διεργασίες του ανθρώπινου εγκεφάλου, αλλά και τις νοητικές λειτουργίες που παίζουν έναν εξίσου σημαντικό ρόλο. Ειδικότερα για τις νοητικές λειτουργίες, η διατριβή αυτή επιχειρεί την εξέτασή τους μέσα από τη θεωρία των Νοητικών Μοντέλων. Η επιλογή αυτή στηρίζεται στην αυξημένη επίδραση των κοινωνικών δυνάμεων πάνω στη δημιουργία και εξέλιξη των νοητικών μοντέλων. Ειδικότερα, η γνωστική λειτουργία (ειδικά το νοητικό κομμάτι) επηρεάζεται έντονα από τη διαδικασία κοινωνικοποίησης, γεγονός που ερμηνευτικά διαχωρίζει το φυσικό από το νοητικό κομμάτι της ανθρώπινης γνωστικής λειτουργίας. Στο δεύτερο μέρος επιχειρείται μια μετά-ανάλυση της φύσης των θεσμών, αλλά και των διαδικασιών ανάδυσης και εξέλιξης τους. Αυτό γίνεται μέσα από μια διεπιστημονική προσέγγιση των θεσμών, όπως τα Οικονομικά, την Κοινωνιολογία, την Πολιτική Επιστήμη και την Κοινωνική Ανθρωπολογία. Υπογραμμίζεται η αδυναμία των Κοινωνικών Επιστημών να προσεγγίσουν τη θεσμική ανάλυση κάτω από ένα κοινό πλαίσιο που σέβεται, βέβαια, τις διαφορετικότητες των θεσμών σε κάθε κοινωνικό επίπεδο. Η βασική προβληματική για να γίνει κάτι τέτοιο εντοπίζεται κατά βάση σε μεθοδολογικά ζητήματα και ειδικότερα στις διαφορές μεταξύ μεθοδολογικού ατομισμού και ολισμού. Προτείνεται ότι μια πιο μέση μεθοδολογική προσέγγιση είναι απαραίτητη για την περίπτωση της ανάλυσης των θεσμών, αυτή του Θεσμικού Ατομισμού. Σε αυτό το πλαίσιο, επιχειρείται μια κατηγοριοποίηση της ανάλυσης των θεσμών σε δύο μεγάλες κατηγορίες, των θεσμών ως κανόνων και των θεσμών ως σημεία ισορροπίας, ενώ προτείνεται ότι μια πιο κυκλική προσέγγιση των θεσμών είναι απαραίτητη. Με βάση μια τέτοια θεώρηση παρατίθεται ένας προτεινόμενος ορισμός της έννοιας του θεσμού, ο οποίος περιλαμβάνει και τις νοητικές προεκτάσεις των θεσμικών δομών, δηλαδή την ικανότητα τους να περιγράφουν το εξωτερικό περιβάλλον και τις υφιστάμενες αιτιότητες. Με γνώμονα μια ολοκληρωμένη και συστηματική προσέγγιση των θεσμών σε αυτό το διεπιστημονικό πλαίσιο, αναπτύσσεται μια ταξινόμηση όλων των κατηγοριών θεσμών, η οποία βασίζεται σε έξι κεντρικές ταξινομήσεις στις Κοινωνικές Επιστήμες (North, 1990; Scott, 1995; Williamson, 2000; Aoki, 2001; Mantzavinos, 2004; Parto, 2005). Η ταξινόμηση περιλαμβάνει 7 κοινωνικά επίπεδα (γνωστικό/πρωτογενές, κοινωνικό-πολιτισμικό, οργανωτικό, οικονομικής ανταλλαγής, πολιτειακό, νομικό, και συνταγματικό), επεξηγεί τη διαφοροποίηση των θεσμών σε βαθμούς επισημότητας ανά κοινωνικό επίπεδο, σκιαγραφεί τις θεσμικές αλληλεπιδράσεις που δύνανται να εμφανιστούν ανάμεσα σε θεσμούς που δρουν σε διαφορετικά κοινωνικά επίπεδα και προτείνει τις διεπιστημονικές συνεργασίες που είναι απαραίτητες για κάθε είδος θεσμού. Στο τρίτο μέρος επιχειρείται μια σύνδεση των δυο προηγούμενων μερών και συγκεκριμένα αναλύεται η φύση των θεσμών ως συλλογικά νοητικά μοντέλα που αναπτύσσουν τα άτομα μέσα σε μια κοινωνία, έτσι ώστε να περιγράψουν το εξωτερικό περιβάλλον και να εξηγήσουν παρελθούσες ή πιθανές κοινωνικές αιτιότητες. Παράλληλα, αναλύονται οι κινητήριες δυνάμεις της θεσμικής αλλαγής μέσα από αυτό ακριβώς το πλαίσιο. Πιο συγκεκριμένα, εφόσον οι θεσμοί αποτελούν συλλογικά νοητικά μοντέλα, τότε υποστηρίζεται ότι η θεσμική αλλαγή είναι επί της ουσίας μια αλλαγή σε συλλογικό νοητικό επίπεδο. Με γνώμονα την ανάγκη περιγραφής αυτής της διαδικασίας σε ένα πιο τεχνικό επίπεδο, η διατριβή κτίζει πάνω στη μεθοδολογία των Jonker et al. (2011). Αναλυτικότερα, υποστηρίζεται ότι μια αλλαγή στο συλλογικό νοητικό σχήμα εξηγείται για τρεις πιθανούς λόγους: (1) μια αλλαγή στο σύνολο των ερωτήσεων πάνω στο οποίο απαντά ο θεσμός, (2) μια αλλαγή στο επίπεδο κοινωνικής συμφωνίας, (3) μια αλλαγή στην ερμηνευτική θεωρία. Επιπρόσθετα, με βάση την ίδια μεθοδολογία επιχειρείται μια επέκταση της για την περίπτωση της αλληλεπίδρασης μεταξύ δύο συλλογικών νοητικών μοντέλων, αναδεικνύοντας με αυτό τον τρόπο την ιδιαίτερη σημασία της θεσμικής αλληλεξάρτησης. Σε αντίθεση με τη συντριπτική πλειοψηφία της συμβατικής βιβλιογραφίας, η διατριβή αυτή δεν προσεγγίζει τη θεσμική αλληλεξάρτηση μόνο στο επίπεδο της θεσμικής συμπληρωματικότητας, αλλά και εκείνη του θεσμικού ανταγωνισμού και της ουδετερότητας. Σε τελευταίο στάδιο, γίνεται η προσπάθεια να συζητηθεί πως εντάσσεται η δημιουργία και αλλαγή των θεσμών μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που είναι, όμως, συμβατό με τα νοητικά χαρακτηριστικά της ατομικής και κοινωνικής επιλογής. Σε αυτό το πλαίσιο, υιοθετείται το σχήμα κοινωνικής αλλαγής που προτείνουν οι Mantzavinos, North και Shariq (2004), στο οποίο ωστόσο προστίθενται κάποιες σημαντικές παραδοχές που εκλείπουν. Πιο συγκεκριμένα, το σχήμα που αναπτύσσεται σε αυτή τη διατριβή κάνει αναφορά στη σημασία των εξωγενών επιδράσεων, της άσκησης δύναμης, αλλά και της θεσμικής αλληλεξάρτησης. Η ανάλυση του παραπάνω ανανεωμένου σχήματος κοινωνικής και θεσμικής αλλαγής προκρίνει πέντε κινητήριες δυνάμεις θεσμικής αλλαγής: (1) τη θέση νέων ερωτήσεων, (2) την αλλαγή της ερμηνευτικής θεωρίας, (3) τα μη αναμενόμενα αποτελέσματα από υφιστάμενα συλλογικά νοητικά μοντέλα, δημόσιες πολιτικές και επιλογές, (4) τα εξωγενή γεγονότα, και (5) την άσκηση δύναμης. Συνολικά, η παρούσα διατριβή προτείνει ότι ιδέες και ευρήματα από τις Γνωστικές Επιστήμες και τη Θεωρία των Νοητικών Μοντέλων μπορούν να εμπλουτίσουν και να ανανεώσουν το συμβατικό μοντέλο ανθρώπινης συμπεριφοράς που συναντά κανείς στις Οικονομικές Επιστήμες. Παράλληλα, σε επίπεδο άσκησης δημόσιας πολιτικής, μια γνωστική θεσμική θεωρία δύναται να εξηγήσει γιατί συγκεκριμένες παρεμβάσεις δημόσιας πολιτικής απέτυχαν στο παρελθόν, αλλά και πως οι φορείς πολιτικής μπορούν να υποβοηθήσουν τη χάραξη και εφαρμογή δημόσιας πολιτικής, με τρόπους συμβατούς με τα κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και νοητικής λειτουργίας.