The study analyses the relations and processes underpinning grand corruption in the health sector in Greece. Viewed from a systemic-structural perspective, corruption is examined as a phenomenon emerging from the interactions and interconnections between the organized structures of venture capital and the state apparatus. Applying an integrated theoretical model of state-corporate crime and drawing on extensive empirical qualitative research, this paper traces the processes of normalization and institutionalization of corruption within the context of social networks and organizations. It is argued that corruption is not a deviant response to a normal system but a normal response to a system fostering illicit practice in accordance with capitalist ethos, profiteering, and the distribution of economic resources. In this wide political economy context, existing power relations and structures within the health sector are being reproduced.
The health sector in Greece is considered as one of the most vulnerable sectors with high levels of corruption and appears to be particularly problematic in the provision of health services and in medical supplies procurement processes carried out by public hospitals. Viewed from a systemic-structural perspective, corruption is examined as a phenomenon emerging from the interactions and interconnections between the organized structures of venture capital and the state apparatus. This paper argues that the COVID-19 crisis has produced a breeding ground for potential corruption practices and seem to intensify the unlawful practices especially in procurement processes. The state of exception and the implementation of emergency measures manufacture the conditions that permit the lack of transparency in the transactions between the health care system and the pharmaceutical industry. Applying an integrated theoretical model of state-corporate crime and critical health criminology and drawing on empirical qualitative research, this paper highlights the procurement corruption risks in the health sector during the pandemic era.
Το οργανωμένο έγκλημα και η τρομοκρατία αποτελούν φαινόμενα με ιδιαίτερη σημασία για την ελληνική και διεθνή έννομη τάξη και για τις σχέσεις κράτους πολίτη. Ιδίως, όμως, αποτελούν φαινόμενα που η μελέτη τους αποτυπώνει τις μεταβολές στην εξέλιξη του εγκλήματος, τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς. Η νομοθεσία για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία στην Ελλάδα (ν. 2928/2001) έχει απασχολήσει εκτενώς την ελληνική βιβλιογραφία, ιδίως από την οπτική του Ποινικού Δικαίου, της Ποινικής Δικονομίας και της Σωφρονιστικής. Στο πλαίσιο αυτό έχουν αναλυθεί η δικαιοπολιτική λειτουργία του νόμου και οι συνέπειές της στην μεταβολή του χαρακτήρα του ποινικού δικαίου, όπως και οι συνέπειες της στα δικαιώματα υπόπτων, κατηγορουμένων και κρατουμένων. Η εν λόγω νομοθεσία εντάσσεται στο γενικότερο πλέγμα των πολιτικών ασφαλείας για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, οι οποίες έχουν θεσπιστεί τα τελευταία 15 περίπου χρόνια στο πλαίσιο εναρμόνισης της ελληνικής έννομης τάξης με τις Ευρωπαϊκές και διεθνείς πολιτικές για το ζήτημα αυτό. Πρόκειται, ως γνωστόν, για πολιτικές που μετέβαλαν το πλαίσιο αρχών επί των οποίων θεμελιώνεται η αντίδραση της διεθνούς και στη συνέχεια της ελληνικής έννομης τάξης, απέναντι στην επέκταση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας και απέναντι στις αλλαγές στη μορφολογία τους. Όμως έως τώρα δεν έχουν γίνει αντικείμενο συστηματικής μελέτης και έρευνας οι μεταβολές που έχει επιφέρει η εξέλιξη αυτή στο χαρακτήρα της αντεγκληματικής πολιτικής κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας. Ειδικότερα, δεν έχουν τύχει ειδικής έρευνας η εφαρμογή του νόμου για τις εγκληματικές οργανώσεις στην πράξη και οι συνέπειες της. Μία από τις κριτικές που ασκείται στις πολιτικές ασφάλειας που τυποποιούνται μέσα από τη νομοθεσία, είναι ότι διευρύνεται υπέρμετρα το πεδίο εφαρμογής του ποινικού νόμου, πράγμα που περαιτέρω διευρύνει και τη διακριτική ευχέρεια των δικαστών και αυτήν της αστυνομίας. Από αυτήν την άποψη και λαμβάνοντας υπόψη την θέσπιση και την εξέλιξη της σχετικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, ιδίως το εύρος της έννοιας του οργανωμένου εγκλήματος και των περιπτώσεων που μπορούν να εντάσσονται σε αυτό, προκύπτουν ειδικότερα ερωτήματα, σχετικά με το εύρος του πεδίου εφαρμογής της νομοθεσίας στην πράξη, μεταξύ των οποίων, προκύπτει ένα βασικό ερώτημα, δηλαδή, εάν η νομοθεσία εφαρμόζεται εκτός από τις περιπτώσεις οργανωμένου εγκλήματος και τρομοκρατίας και σε περιπτώσεις κοινού εγκλήματος. Στο πλαίσιο αυτό ο στόχος της διδακτορικής διατριβής είναι να διερευνήσει τις ποσοτικές και ποιοτικές επιδράσεις και μεταβολές που επήλθαν στην αντεγκληματική πολιτική στην Ελλάδα μετά το 2001, κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας για το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία. Ειδικότερα, μέσα από την μελέτη της σχετικής βιβλιογραφίας (θεωρία και έρευνα) και της νομολογίας, σε συνδυασμό με την επεξεργασία επίσημων στοιχείων και την εμπειρική έρευνα που εκπονήθηκε στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής, διερευνώνται οι ενδεχόμενες συνέπειες που έχει η εφαρμογή της νομοθεσίας σχετικά με το οργανωμένο έγκλημα και την τρομοκρατία, στην αντιμετώπιση και του κοινού εγκλήματος. Η έρευνα πεδίου εστίασε στη διερεύνηση του τρόπου που εφαρμόζεται η νομοθεσία για τις εγκληματικές οργανώσεις (ν. 2928/2001, όπως τροποποιήθηκε με τον ν. 3875/2010) από το ποινικο- κατασταλτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, εξέτασε τη διαδικασία κοινωνικής ανακατασκευής και αναδόμησης του ποινικού νόμου μέσα από το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης και την αστυνομία, καθώς και μέσα από την αλληλόδραση των υποκειμένων που συμμετέχουν στην εν λόγω διαδικασία, εντοπίζοντας και αναλύοντας: (α) ενδεχόμενες αποκλίσεις κατά την εφαρμογή του νόμου από τους διακηρυγμένους στόχους του, και (β) ενδεχόμενες συνέπειες αυτών των αποκλίσεων στον τρόπο αντιμετώπισης του κοινού εγκλήματος και στον τρόπο λειτουργίας εν γένει του ποινικοκατασταλτικού συστήματος. Η διατριβή προσέγγισε το ερευνητικό αυτό αντικείμενο από τη θέση της Κριτικής Εγκληματολογίας. Σύμφωνα με τη θεωρία, η εφαρμογή του ποινικού νόμου στην πράξη συνιστά μια διαδικασία αναδόμησης και ανακατασκευής του νοήματός του, του εύρους εφαρμογής του, διαδικασία που ορίζεται, από τη μία, ως διάσταση ανάμεσα στο θεωρητικό δόγμα και στην εφαρμογή του, και από την άλλη, ως επιλεκτική λειτουργία του ποινικού νόμου. Και στις δύο περιπτώσεις, το αποτέλεσμα είναι ότι ο νόμος κατά την εφαρμογή του διαφέρει από το «πνεύμα» του νομοθέτη, ενώ διαφοροποιείται επί ομοίων περιπτώσεων ανάλογα με το ποιος είναι ο δράστης και όχι με το τι έκανε: έτσι τίθεται σε κρίση η ουδετερότητα του ποινικού νόμου και η ίδια η ισότητα των πολιτών ενώπιών του. Εκτός των άλλων, αυτό έχει ως αποτέλεσμα οι συνέπειες από την εφαρμογή του νόμου να είναι διαφορετικές από εκείνες που ο νομοθέτης είχε ρητά προβλέψει και επιδίωκε με τη θέσπισή του.
Impoliteness scholars have drawn attention to the fact that any deviation from the stereotypical ‘polite’ and ‘feminine’ behaviour, in certain communities of practice, is considered impolite and offensive (Mills 2005). The aim of the study is to investigate how im/politeness constructs gender identities in two Greek stage translations (1977, 2006) of Edward Albee’s Who’s Afraid of Virginia Woolf? (1962), through analysis of how the translators reshape the im/polite behaviour in the interaction of the main couple to capture the audience’s attention. An emic approach to the analysis of the two translations, along with a glimpse into multimodal aspects of interaction, namely, the body language as manifested in the film adaptation of the play (1966), indicate subversion of gender roles and different levels of aggression in the two Greek versions, highlighting the significance of the chronological distance between the two translations. The study reveals that impoliteness theories can be applicable to stage translation, that body language may be another factor contributing to the shaping of im/politeness, while there is a growing awareness that relationships and gender roles, in the sphere of the spectacle, continuously embrace aggression for entertainment purposes.
scite is a Brooklyn-based organization that helps researchers better discover and understand research articles through Smart Citations–citations that display the context of the citation and describe whether the article provides supporting or contrasting evidence. scite is used by students and researchers from around the world and is funded in part by the National Science Foundation and the National Institute on Drug Abuse of the National Institutes of Health.
customersupport@researchsolutions.com
10624 S. Eastern Ave., Ste. A-614
Henderson, NV 89052, USA
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.
Copyright © 2025 scite LLC. All rights reserved.
Made with 💙 for researchers
Part of the Research Solutions Family.